Перевод: с немецкого на все языки
δορυ-φόνος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
λαοφόνος — λαοφόνος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φόνος (< θείνω* «φονεύω»), πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος] … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek