Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δοξολογία

См. также в других словарях:

  • δοξολογία — δοξολογίᾱ , δοξολογία laudation fem nom/voc/acc dual δοξολογίᾱ , δοξολογία laudation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίᾳ — δοξολογίᾱͅ , δοξολογία laudation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • δοξολογία — η 1. ευχαριστήριος ύμνος που αρχίζει με τη λέξη «δόξα». 2. λειτουργία στην εκκλησία που γίνεται για κάποιο σημαντικό γεγονός: Στη δοξολογία για την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης παραβρέθηκε σύσσωμο το δημοτικό συμβούλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοξολογίας — δοξολογίᾱς , δοξολογία laudation fem acc pl δοξολογίᾱς , δοξολογία laudation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίαι — δοξολογίᾱͅ , δοξολογία laudation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίαν — δοξολογίᾱν , δοξολογία laudation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογιῶν — δοξολογία laudation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίαις — δοξολογία laudation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GLORIA — I. GLORIA fama est alicuius cum laude, unde a γλῶςςα, lingua, nonnullis deducitur. Eius limites quam ampli, dicat Plin. l. 2. c. 68. Hae tot portiones terrae, imo vero mundi punctus (neque enim est aliud terra in universo) Haec est materia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Великое славословие — (греч. Ἡ Μεγάλη Δοξολογία)  в православном богослужении молитвословие, основанное на ангельской песне «слава в вышних Богу, и на земле мир, в человеках благоволение!», пропетой при благовестии пастухам о Рождении Иисуса Христа. В… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»