-
1 δοξολογία
[доксологиа] ουσ. Θ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δοξολογία
-
2 молебен
молебенм церк. ἡ δοξολογία, ἡ δέ-ηση [-ις]. -
3 молебен
[μαλιέμπιν] ουσ. а. (εκκλ.) δοξολογία -
4 молебен
[μαλιέμπιν] ουσ α (εκκλ.)δοξολογία -
5 величание
-я ουδ.1. απόδοση της ονομασίας „μέγας".2. ύμνηση, εξύμνηση, δοξολογία. -
6 молебен
-бна α. δοξολογία δέηση•благодарственный молебен ευχαριστήρια δέηση.
См. также в других словарях:
δοξολογία — δοξολογίᾱ , δοξολογία laudation fem nom/voc/acc dual δοξολογίᾱ , δοξολογία laudation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξολογίᾳ — δοξολογίᾱͅ , δοξολογία laudation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… … Dictionary of Greek
δοξολογία — η 1. ευχαριστήριος ύμνος που αρχίζει με τη λέξη «δόξα». 2. λειτουργία στην εκκλησία που γίνεται για κάποιο σημαντικό γεγονός: Στη δοξολογία για την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης παραβρέθηκε σύσσωμο το δημοτικό συμβούλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοξολογίας — δοξολογίᾱς , δοξολογία laudation fem acc pl δοξολογίᾱς , δοξολογία laudation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξολογίαι — δοξολογίᾱͅ , δοξολογία laudation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξολογίαν — δοξολογίᾱν , δοξολογία laudation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξολογιῶν — δοξολογία laudation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξολογίαις — δοξολογία laudation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GLORIA — I. GLORIA fama est alicuius cum laude, unde a γλῶςςα, lingua, nonnullis deducitur. Eius limites quam ampli, dicat Plin. l. 2. c. 68. Hae tot portiones terrae, imo vero mundi punctus (neque enim est aliud terra in universo) Haec est materia… … Hofmann J. Lexicon universale
Великое славословие — (греч. Ἡ Μεγάλη Δοξολογία) в православном богослужении молитвословие, основанное на ангельской песне «слава в вышних Богу, и на земле мир, в человеках благоволение!», пропетой при благовестии пастухам о Рождении Иисуса Христа. В… … Википедия