-
1 δολιόβουλε
δολιόβουλοςmasc /fem voc sg
См. также в других словарях:
δολιόβουλε — δολιόβουλος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δολιόβουλε
δολιόβουλε — δολιόβουλος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)