Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δοκιμή

См. также в других словарях:

  • δοκιμή — proof fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .δοκιμή — Infobox Top level domain name=.δοκιμή background=#D2B48C introduced=? type=Proposed generic top level domain status=? registry=? sponsor= intendeduse=Greek communities actualuse=? restrictions=? structure=? document=? disputepolicy=? website=http …   Wikipedia

  • δοκιμή — η 1. έλεγχος, εξέταση της ποιότητας ή της ιδιότητας: Πάντα κάνω μια δοκιμή στο φαγητό την ώρα που μαγειρεύω. 2. απόπειρα, προσπάθεια: Κάνε μια δοκιμή για την άσκηση. 3. πρόβα: Πήγε για δοκιμή του καινούριου σακακιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοκιμή — η (AM δοκιμή) [δόκιμος] 1. δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος 2. απόδειξη νεοελλ. 1. δοκιμαστική εκτέλεση συναυλίας, θεατρικού έργου κ.λπ. για την αρτιότερη προετοιμασία του, πρόβα 2. έλεγχος ενδυμάτων, υποδημάτων κ.λπ. από τον αγοραστή για την… …   Dictionary of Greek

  • δοκιμῇ — δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμῆι — δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμέων — δοκιμή proof fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμήν — δοκιμή proof fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»