Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

δοκάρι

  • 1 beam

    [bi:m] 1. noun
    1) (a long straight piece of wood, often used in ceilings.) δοκάρι
    2) (a ray of light etc: a beam of sunlight.) ακτίνα, δέσμη ακτίνων
    3) (the greatest width of a ship or boat.) πλάτος
    2. verb
    1) (to smile broadly: She beamed with delight.) λάμπω
    2) (to send out (rays of light, radio waves etc): This transmitter beams radio waves all over the country.) εκπέμπω

    English-Greek dictionary > beam

  • 2 goalpost

    noun (one of the two upright posts which form the goal in football, rugby, hockey etc.) δοκάρι εστίας

    English-Greek dictionary > goalpost

  • 3 rafter

    (a beam supporting the roof of a house.) δοκάρι, καδρόνι

    English-Greek dictionary > rafter

  • 4 timber

    ['timbə]
    1) (wood, especially for building: This house is built of timber.) ξυλεία
    2) (trees suitable for this: a hundred acres of good timber.) δένδρα για ξυλεία
    3) (a wooden beam used in the building of a house, ship etc.) δοκάρι

    English-Greek dictionary > timber

  • 5 post

    1) δοκάρι
    2) πόστο
    3) ταχυδρομώ

    English-Greek new dictionary > post

  • 6 upright

    1) δοκάρι
    2) όρθιος
    3) τίμιος

    English-Greek new dictionary > upright

См. также в других словарях:

  • δοκάρι — το (AM δοκάριον) [δοκός] μεγάλη δοκός (για τη στήριξη στέγης, καταστρώματος πλοίου κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • δοκάρι — το μακρόστενο στήριγμα από ξύλο που το χρησιμοποιούν στις στέγες, τα πατώματα κ.α …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • αντιστάτης — ο (AM ἀντιστάτης) νεοελλ. δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης μσν. δαίμονας, σατανάς (μσν. αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης αρχ. ξύλινο… …   Dictionary of Greek

  • διάξυλο — το (Α διάξυλον) 1. γερό ξύλινο δοκάρι καταστρώματος που συνδέει δύο στύλους (κν. μπίντα) 2. οριζόντιο δοκάρι, κν. τραβέρσα 3. κοινή ονομασία τού φυτού ασπάλαθος …   Dictionary of Greek

  • μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… …   Dictionary of Greek

  • πάτερο — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φορτοσίου. * * * και πατερό, το 1. (οικοδ.) ξύλινο δοκάρι που χρησιμοποιείται ως υποτυπώδες δάπεδο σε βοηθητικούς χώρους μιας οικοδομής… …   Dictionary of Greek

  • στρωτήρας — ο 1. δοκάρι στέγης. 2. σιδερένιο δοκάρι πάνω στο οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, τραβέρσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • ίψοι — ἴψοι (Α) επίρρ. αιολ. τ. αντί ὑψοῡ ή, κατ άλλους, αντί ὕψοι («ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον ἀέρρετε, τέκτονες ἄνδρες» σηκώστε ψηλά το δοκάρι τής στέγης, μαστόροι, Σαπφ.) …   Dictionary of Greek

  • αγριελοδόκαρο — και αγριλοδόκαρο, το δοκάρι από ξύλο αγριελιάς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»