-
1 διῆγε
см. διάγω -
2 διαγω
1) перевозить, переправлять(τινάς Hom.; στρατιάν Thuc.; ἄρτους ἐπὴ σχεδίαις Xen.)
2) переводить, переносить(διὰ τῶν ἐξόδων Plat.)
3) проводить, чертить(τῷ δακτύλῳ γραμμάς Plut.)
4) медлить, откладывать, тянуть, затягивать(τὸν χρόνον Plut. - ср. 5)
διῆγε καὴ προυφασίζετο Thuc. — под разными предлогами он затягивал дело5) ( о времени) проводить(αἰῶνα HH., Plat.; βίον Arph., Plat.; τὸν χρόνον - ср. 4; πέντε καὴ εἴκοσιν ἔτη ὧδε Xen.; τὸ θέρος ἐν Σινοέσσῃ Plut.)
6) проводить жизнь, жить(τοιούτῳ τρόπῳ Her.; ἄριστα Xen.; ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ Plat.; ἐν τῷ ὑγρῷ Arst.; ἐν οἴνῳ Plut.)
διάγουσι μανθάνοντές τι Xen. — они проводят время в изучении чего-л.7) вести, направлять(κάλλιστα πάντα Plat.)
δ. τὰ κατὰ τέν ἀρχην Polyb. — управлять государством8) поддерживать, сохранять(τὰς πόλεις ἐν ὁμονοίᾳ Isocr.)
δ. τινὰ ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ βίον ἀφθονωτέροις Dem. — обеспечивать кому-л. все средства к жизни9) продолжатьδ. σιώπη Xen. — хранить молчание:
ἐλπίδας λέγων διῆγε Xen. — он не переставал обнадеживать;ἐπιμελόμενος ὧν δεῖ διάξω Xen. — я буду продолжать заботиться о том, что необходимо10) развлекать, увеселять(τὸν δῆμόν τινι Dem., Luc.)
См. также в других словарях:
διῆγε — διάγω carry over imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PASSE-TEMPS et PASSER LE TEMPS — PASSE TEMPS, et PASSER LE TEMPS i. e. tempus transigere, dicitur apud Gallos, de his qui ludô tempus ducunt; quasi optime illi tempus terant, qui per ludum et oblectationes illud transigunt. Ex Graeco διάγειν, quod Latinis est avocare. Hinc Arnob … Hofmann J. Lexicon universale
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
Λουκέρνη — (γερμ. Luzern, γαλλ. Lucerne, ιταλ. Lucerna). Πόλη (59.500 κάτ. το 2000) της κεντρικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (1.493 τ. χλμ., 349.600 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης των Τεσσάρων Καντονιών, πιο… … Dictionary of Greek
Μέσμερ, Φραντς Άντον — (Franz Friedrich Anton Mesmer, Κωνσταντία Γερμανίας 1734 – Μέερσμπουργκ 1815). Γερμανός γιατρός. Ο M., ο οποίος σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, έγινε γνωστός από τις μελέτες που διεξήγαγε σχετικά με τις θεραπευτικές… … Dictionary of Greek
Μεσσαλίνα — I Όνομα δύο Ρωμαίων αυτοκρατειρών. 1. Βαλέρια Μ. (Valeria Messalina, περ. 25 – 48 μ.Χ.). Ρωμαία αυτοκράτειρα, τρίτη σύζυγος του αυτοκράτορα Κλαύδιου (41 54 μ.Χ.) και μητέρα της Οκταβίας, μετέπειτα σύζυγο του Νέρωνα και του Βρετανικού. Ήταν κόρη… … Dictionary of Greek
Μετοχίτης, Θεόδωρος — (Κωνσταντινούπολη 1270 – 1332). Πολιτικός, συγγραφέας, καθώς και ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του βυζαντινού ουμανισμού. Γιος του διπλωμάτη και θεολόγου Γεωργίου M., ο Θεόδωρος παρουσίασε την κλίση του στα γράμματα, σε πολύ νεαρή ηλικία. Ο… … Dictionary of Greek