-
1 διακειμαι
1) находиться в (каком-л.) положении или состоянии(σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον Plat.; εὖ ἢ κακῶς Arst.; κακῶς ὑπὸ τραυμάτων διακείμενος Plut.)
ὁρᾶτε ὡς διακεῖμαι ὑπὸ τῆς νόσου Thuc. — вы видите, в каком я состоянии из-за болезни;οὔπω διακέοιντο οἱ Λακεδαιμόνιοι ὥσπερ τοὺς Ἀθηναίους διέθεσαν Xen. — (они думали, что) лакедемоняне еще не находятся в таком положении, в какое они (сами некогда) поставили афинян;ἄμεινον ὑμῖν διακείσεται Xen. — (так) для вас будет лучше2) быть расположенным или настроенным(εὖ τινι Isae.; χαλεπῶς πρός τινα Plat.; εὐθαρσῶς πρὸς τὸν κίνδυνον Plut.)
ἐπιφθόνως δ. τινι Thuc. — внушать кому-л. чувство зависти;ὑπόπτως δ. τινι Thuc. — возбуждать в ком-л. подозрение;φιλικῶς δ. πρός τινα Arst. — дружелюбно относиться к кому-л.3) быть установленным(ὥς οἱ διέκειτο Hes.)
ἐπὴ διακειμένοισι Her. — на (заранее) определенных условиях -
2 διάκειμαι
(παρατ διεκείμην)1) быть расположенным на поверхности чего-л.; 2) перен. быть расположенным, настроенным;διάκειμαι προς κάποιον εχθρικώς (φιλικώς) — быть враждебно (дружелюбно) настроенным к кому-л.;
διάκειμαι καλώς (κακώς) — быть в хорошем (плохом) настроении;
§ οδτω διέκειντο τα πράγματα так обстояли дела -
3 διάκειμαι
διά|κειμαι 1. располагаться (напр., δ. ἐναντίως лежать напротив); 2. быть расположенным, настроенным (напр., φιλικῶς διάκεισθαί τινι быть дружески к кому расположенным) -
4 διάκειμαι
( с наречием) я расположен, я нахожусь в (каком-н.) положении, настроении (духа), отношусь как-н. (τινί, πρός — к кому) -
5 διακεαται
См. также в других словарях:
διάκειμαι — βλ. πίν. 158 (παρατ. γ προσ. διέκειντο) (μόνο στον ενεστ. και παρατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διάκειμαι — to be served at table pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκειμαι — (AM διάκειμαι) (για πρόσωπα και με επιρρ. που εκφράζουν ψυχική διάθεση) βρίσκομαι σ αυτήν ή την άλλη κατάσταση, είμαι διατεθειμένος («διάκειμαι ευνοϊκά», «διάκειμαι εχθρικά») αρχ. μσν. (για κτήρια ή κτήματα) κείμαι, βρίσκομαι αρχ. 1. κείμαι πάνω… … Dictionary of Greek
διάκειμαι — είμαι διατεθειμένος, έχω αυτή ή εκείνη τη στάση και διάθεση απέναντι σε κάτι ή κάποιον: Ο προϊστάμενος διάκειται ευνοϊκά απέναντι στην προαγωγή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακειμένων — διάκειμαι to be served at table perf part mp fem gen pl διάκειμαι to be served at table perf part mp masc/neut gen pl διάκειμαι to be served at table pres part mp fem gen pl διάκειμαι to be served at table pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακείμενον — διάκειμαι to be served at table perf part mp masc acc sg διάκειμαι to be served at table perf part mp neut nom/voc/acc sg διάκειμαι to be served at table pres part mp masc acc sg διάκειμαι to be served at table pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκεισθε — διάκειμαι to be served at table pres imperat mp 2nd pl διάκειμαι to be served at table pres ind mp 2nd pl διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκεισθον — διάκειμαι to be served at table pres ind mp 3rd dual διάκειμαι to be served at table pres ind mp 2nd dual διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακειμέναις — διάκειμαι to be served at table perf part mp fem dat pl διάκειμαι to be served at table pres part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακειμένη — διάκειμαι to be served at table perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) διάκειμαι to be served at table pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακειμένην — διάκειμαι to be served at table perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) διάκειμαι to be served at table pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)