Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διόλου

  • 1 διόλου

    [диолу] εκίρ. нисколько

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διόλου

  • 2 ничуть

    ничуть
    нареч разг διόλου, καθόλου, οὐδαμώς, οὐδόλως:
    она \ничуть не обиделась δέν δυσαρεστήθηκε διόλου· ◊ \ничуть не бывало κάθε ἄλλο.

    Русско-новогреческий словарь > ничуть

  • 3 грош

    α.
    1. γρόσι.
    2. πλθ. -и, -ей λίγα χρήματα•

    это стоит -и αυτό κοστίζει φτηνά.

    3. πλθ. -и, -ей (διαλκ.) χρήματα.
    εκφρ.
    грош цена ή -а медного (ή ломаного) не стоит – τίποτε δεν αξίζει., είναι άχρηστο•
    ни -а (-а) нет; -а (-а) нет; (ни) -а за душой нет – καθόλου, διόλου, απολύτως τίποτε•
    в грош не ставить кого-что – θεωρώ για τίποτε, δεν λογαριάζω καθόλου, πεντάρα δε δίνω σημασία•
    ни за -(погибнуть, пропастьκ.τ.τ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα, ανώφελα, τζάμπα•
    ни за грош нет – καθόλου, διόλου, ούτε σταλιά•
    быть без -а – είμαι απένταρος, αδέκαρος, άφραγκος.

    Большой русско-греческий словарь > грош

  • 4 едва

    едва
    нареч
    1. (лишь только) μόλις:
    \едва рассвело, как мы тронулись в путь μόλις ξημέρωσε, ξεκινήσαμε·
    2. (с трудом) μόλις (καί μετά βίας):
    он \едва ходит μόλις καί μετά βίας περπατάει·
    3. (чуть) μόλις (καί) ἐλάχιστα:\едваосвещенная комната δωμάτιο πού μόλις φωτίζεται· \едва слышно μόλις κι ἀκούγεται· ◊ \едва не... παραλίγο, παρ' ὀλίγον, σχεδόν--μόλις καί μετά βίας· \едва ли не... πολύ πιθανό, διόλου ἀπίθανο (δτι)..., σχεδόν \едва ли εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο.

    Русско-новогреческий словарь > едва

  • 5 нет

    нет
    1. частица отриц. ὄχι:
    вы его́ видели? \нет \нет (не видел) τόν είδατε; \нет ὄχι (δέν τόν είδα)· \нет, я не иду́ ὄχι δέν πάω· \нет, вы его́ не знаете ὄχι, δέν τόν ξέρετε· \нет еще ὄχι ἀκόμη· да и́ли \нет? ναί ἡ ὄχι;· совсем \нет κάθε ἄλλο, διόλου, καθόλου· почему́ \нет? γιατί ὄχι;· ὁ.

    Русско-новогреческий словарь > нет

  • 6 никак

    никак I
    парен. καθόλου, διόλου, μέ κανένα τρόπο[ν]:
    \никак не мог достать билеты μέ κανένα τρόπο δέν μπορούσα νά βρῶ εἰσιτήρια· \никак нельзя εἶναι ἀδύνατο· \никак не могу́ поверить εἶναι ἀδύνατο νά τό πιστέψω· ◊ как-\никак στό κάτω-κάτω.
    никак II
    частица (кажется, как будто) разг:
    \никак ты вернулся? ἐπέστρεψες λοιπόν;

    Русско-новогреческий словарь > никак

  • 7 нимало

    нимало
    нареч διόλου, καθόλου:
    ваш вопрос меня \нимало не смущает ἡ ἐρώτησή σας δέν μέ πειράζει καθόλου.

    Русско-новогреческий словарь > нимало

  • 8 нисколько

    нисколько
    1. мест, (ничего) τίποτε:
    сколько тетрадей он принес? \нисколько нисколько πόσα τετράδια ἐφερε; \нисколько κανένα· денег нет \нисколько δέν ἔχω καθόλου χρήματα·
    2. нареч (ничуть) καθόλου, διόλου, ποσώς:
    он \нисколько не обиделся δεν θύμωσε καθόλου.

    Русско-новогреческий словарь > нисколько

  • 9 чуточку

    чу́точк||у
    нареч разг λιγουλάκι, λιγάκι, μιά στοιλιά:
    подвинься \чуточку παραμέρισε λιγάκι· мне ни \чуточкуи не больно δέν μέ πονά διόλου.

    Русско-новогреческий словарь > чуточку

  • 10 нимало

    [νιμάλα] εκίρ. καθόλου, διόλου

    Русско-греческий новый словарь > нимало

  • 11 нимало

    [νιμάλα] επίρ καθόλου, διόλου

    Русско-эллинский словарь > нимало

  • 12 вовсе

    επίρ.
    ολότελα, εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου, εξ ολοκλήρου, καθ’ ολοκληρία•

    не нужен εντελώς άχρηστος•

    вовсе пропал εντελώς αχρηστεύτηκε•

    вовсе не (нет) καθόλου, διόλου.

    Большой русско-греческий словарь > вовсе

  • 13 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 14 нимало

    επίρ.
    καθόλου, διόλου, ποσώς.

    Большой русско-греческий словарь > нимало

  • 15 нисколько

    επίρ.
    καθόλου, διόλου•

    это меня нисколько не удивляет αυτό εμένα καθόλου δε με εκπλήσσει.

    Большой русско-греческий словарь > нисколько

  • 16 ничуть

    επίρ.
    καθόλου, διόλου, ούτε το ελάχιστο, ούτε μ,ια σταλιά.
    εκφρ.
    ничуть не бывало – καθόλου δε συνέβαινε.

    Большой русско-греческий словарь > ничуть

  • 17 отнюдь

    επίρ.
    καθόλου, διόλου•

    я отнюдь не верю его обещаниям εγώ καθόλου δεν πιστεύω στις υποσχέσεις του•

    я отнюдь не отказываюсь καθόλου δεν αρνιέμαι•

    он отнюдь не такого мнения αυτός καθόλου δεν έχει τέτοια γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > отнюдь

  • 18 чуточка

    θ.
    το λιγάκι•

    ничуточкаи ούτε λιγάκι (καθόλου, διόλου)•

    ему ничуточкаи не было больно αυτόν δεν τον πονούσε καθόλου.

    || -у λιγάκι•

    погоди -у περίμενε λιγάκι.

    Большой русско-греческий словарь > чуточка

См. также в других словарях:

  • διόλου — (AM διόλου και δι ὅλου) επίρρ. μσν. νεοελλ. 1. (με αρνητ. έννοια) καθόλου («δεν εργάζεται διόλου») 2. (επιτατ. συνηθ. με το επίρρ. όλως) ολότελα, τελείως, εντελώς («όλως διόλου ανίκανος») αρχ. μσν. (για χρόνο) διαρκώς, πάντα αρχ. (καταφατ.)… …   Dictionary of Greek

  • διόλου — επίρρ. ποσοτ., καθόλου, εντελώς, πέρα για πέρα: Δε μ’ ενδιαφέρει διόλου τι αισθάνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διόλου — διόλλυμι destroy utterly aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) διόλου altogether indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Constantine P. Cavafy — Constantine Cavafy c.1900 Born April 29, 1863(1863 04 29) Alexandria, Egypt Province, Ottoman Empire Died April 29, 1933(1933 04 29) …   Wikipedia

  • МАТЕРИЯ — одно из наиболее многозначных филос. понятий, которому придается один (или некоторые) из следующих смыслов: 1) то, определяющими характеристиками чего являются протяженность, место в пространстве, масса, вес, движение, инерция, сопротивление,… …   Философская энциклопедия

  • вьсюдоу — (86) нар. Всюду, везде: вьсюдѹ бо слѹжьба словесьна˫а ѹзаконѥна ѥсть (πανταχοῦ) КЕ XII, 38а; исповѣдающа же вьсюдѹ. ˫ако сѹть хрьсти˫ане (διόλου) Там же, 81б; нача и цѣловати. по ѡчима по главѣ и по ѹшима по рѹцѣ и вьсѹдѹ ЧудН XII, 71б; сѣмо и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ήκιστος — (I) ἤκιστος, η, ον (Α) [ήκα] (υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.). (II) ἥκιστος, η, ον (Α) 1. (ως υπερθ. τού μικρός, τού κακός και… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»