-
1 διωγμός
διωγμός, ὁ, die Verfolgung; Aesch. Suppl. 1031; Eur. Or. 412; κυναγετεῖ τέκνων διωγμόν Herc. Fur. 985; in späterer Prosa; D. Sic. 3, 38; Plut. de frat. am. 11.
-
2 διωγμος
-
3 διωγμός
διωγμόςthe chase: masc nom sg -
4 διωγμός
διωγμός, ὁ, die Verfolgung -
5 διωγμός
διωγμός, οῦ, ὁ (s. two next entries; Aeschyl. et al.; Polyb. 3, 74, 2; Plut.; LXX, AscIs) a program or process designed to harass and oppress someone, persecution (in our lit. only for reasons of belief) δ. μέγας a severe persecution Ac 8:1. μετὰ διωγμῶν (D-οῦ; other v.l.-όν) not without persecutions Mk 10:30 (s. MGoguel, RHPR 8, 1928, 264–77). ἐπεγείρειν δ. ἐπί τινα stir up a persecution against someone Ac 13:50; δ. ὑποφέρειν suffer persecution 2 Ti 3:11. καταπαύειν τ. διωγμόν bring the persecution to an end MPol 1:1. W. θλῖψις Mt 13:21; Mk 4:17; 2 Th 1:4; στενοχωρία 2 Cor 12:10. W. both Ro 8:35. W. παθήματα 2 Ti 3:11. W. ἀκαταστασία 1 Cl 3:2. DELG s.v. διώκω. TW. -
6 διωγμός
{сущ., 10}преследование, гонение; в другой греч. лит-ре тж. погоня, охота.Ссылки: Мф. 13:21; Мк. 4:17; 10:30; Деян. 8:1; 13:50; Рим. 8:35; 2Кор. 12:10; 2Фес. 1:4; 2Тим. 3:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διωγμός
-
7 διωγμός
{сущ., 10}преследование, гонение; в другой греч. лит-ре тж. погоня, охота.Ссылки: Мф. 13:21; Мк. 4:17; 10:30; Деян. 8:1; 13:50; Рим. 8:35; 2Кор. 12:10; 2Фес. 1:4; 2Тим. 3:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διωγμός
-
8 διωγμός
ο1) преследование, гонение; 2) изгнание; выдворение -
9 διωγμός
преследование, гонение; в другой греч литературе также погоня, охота.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διωγμός
-
10 διωγμὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διωγμὸς
-
11 διωγμός
[дьбгмос] ουσ. а. преследование, гонение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διωγμός
-
12 διωγμός
-οῦ + ὁ N 2 0-0-0-2-1=3 Prv 11,19; Lam 3,19; 2 Mc 12,23persecution Prv 11,19*Lam 3,19 ἐκ διωγμοῦ μου because of my persecution-י/רוד/מ-רדה? for MT-י/מרוד my homelessness?Cf. ALBREKTSON 1963 60.139-140; →NIDNTT -
13 διωγμός
[дьбгмос] ουσ α преследование, гонение. -
14 διωγμός
διωγ-μός, ὁ,A the chase, X. Cyr.1.4.21, etc.2 pursuit, D.S.4.13, al., Ael.Tact.34.4, Iamb.VP31.191.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωγμός
-
15 διωγμός
persecutionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διωγμός
-
16 ἐπι-διωγμός
ἐπι-διωγμός, ὁ, die weitere Verfolgung, Pol. 11, 18, 7.
-
17 kovdurma
διωγμός -
18 persecution
διωγμός -
19 διωγμοί
διωγμόςthe chase: masc nom /voc pl -
20 διωγμούς
διωγμόςthe chase: masc acc pl
См. также в других словарях:
διωγμός — the chase masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμός — ο καταδίωξη με σκοπό την εξόντωση, κατατρεγμός, αποπομπή: Διωγμός των χριστιανών. – Διωγμός των αντιφρονούντων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διωγμός — ο (AM διωγμός) [διώκω] 1. καταδίωξη 2. καταδίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση, κατατρεγμός («οι διωγμοί τών Αρμενίων, τών Εβραίων κ.λπ.», «οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν») 3. αποπομπή αρχ. κυνήγι … Dictionary of Greek
διωγμοῖς — διωγμός the chase masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοῖσι — διωγμός the chase masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοί — διωγμός the chase masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοῦ — διωγμός the chase masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμούς — διωγμός the chase masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμῶν — διωγμός the chase masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμῷ — διωγμός the chase masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμόν — διωγμός the chase masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)