-
1 διωγμός
[дьбгмос] ουσ. а. преследование, гонение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διωγμός
-
2 репрессия
η δίωξη, η καταδίωξη, ο διωγμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > репрессия
-
3 гонение
гонени||ес ὁ διωγμός, ἡ καταδίωξη [-ις], ἡ καταδρομή:подвергаться \гонениеям καταδιώκομαι, κατατρέχομαι. -
4 погром
погромм τό πογκρόμ, ὁ διωγμός. -
5 преследоварие
преследовариес ἡ καταδίωξη [-ις] / ὁ διωγμός, ὁ κατατρεγμός (гонения):судебное \преследоварие ἡ δικαστική δίωξις· возбуждать судебное \преследоварие ἐνάγω· мания \преследовариения ἡ μανία καταδιώξεως. -
6 гонение
-я ουδ.δίωξη, καταδίωξη, διωγμός, καταδιωγιαός, κατατρεγμός•подвергаться -ям υποβάλλομαι σε διωγμούς, κατατρέχομαι, καταδιώκομαι.
-
7 погром
-а α.1. καταστροφή, όλεθρος, χαμός, εξολόθρευση.2. διωγμός πολιτικών αντιπάλων, πογκρόμ•еврейские -мы..,τα πογκρόμ κατά των ββραίων.
См. также в других словарях:
διωγμός — the chase masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμός — ο καταδίωξη με σκοπό την εξόντωση, κατατρεγμός, αποπομπή: Διωγμός των χριστιανών. – Διωγμός των αντιφρονούντων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διωγμός — ο (AM διωγμός) [διώκω] 1. καταδίωξη 2. καταδίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση, κατατρεγμός («οι διωγμοί τών Αρμενίων, τών Εβραίων κ.λπ.», «οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν») 3. αποπομπή αρχ. κυνήγι … Dictionary of Greek
διωγμοῖς — διωγμός the chase masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοῖσι — διωγμός the chase masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοί — διωγμός the chase masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοῦ — διωγμός the chase masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμούς — διωγμός the chase masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμῶν — διωγμός the chase masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμῷ — διωγμός the chase masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμόν — διωγμός the chase masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)