-
1 persecution
διωγμός -
2 persecution
noun διωγμός,καταδίωξη -
3 Chase
v. trans.P. and V. διώκειν, P. καταδιώκειν, ἐπιδιώκειν.Hunt: P. and V. θηρᾶν (or mid.) (Xen., also Ar.), θηρεύειν, ἀγρεύειν (Xen.), κυνηγετεῖν (Xen., also Ar.), V. ἐκκυνηγετεῖν.met., seek eagerly: P. and V. θηρεύειν, V. θηρᾶν (or mid.).Drive in pursuit: P. and V. ἐλαύνειν, V. ἐλαστρεῖν, τροχηλατεῖν.Chase away: Ar. and P. ἀποδιώκειν; see drive away.Run after: P. μεταθεῖν.Join in chasing: P. συνδιώκειν (absol.).Emboss: P. ἔκτυποῦν.——————subs.Pursuit: P. δίωξις, ἡ, V. δίωγμα, τό (also Plat. but rare P.), διωγμός, ὁ, μεταδρομή, ἡ (also Xen.).Give chase: see Pursue.Hunt: P. and V. θήρα, ἡ (Plat.), ἄγρα, ἡ (Plat.), V. κυνήγια, ἡ.Art of the chase, hunting: P. ἡ θηρευτική, κυνηγέσιον, τό.Trophies of the chase: V. ἀγρεύματα, τά.Fond of the chase: P. φιλόθηρος (Plat.).Good at the chase: V. εὔθηρος.Eager pursuit, subs.: met., P. and V. θήρα, ἡ.Search: P. and V. ζήτησις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chase
-
4 Hunt
subs.P. and V. θήρα, ἡ (Plat.), ἄγρα, ἡ (Plat.), V. κυνηγία, ἡ.Pursuit: P. δίωξις, ἡ, V. δίωγμα, τό (also Plat. but rare P.), διωγμός, ὁ, μεταδρομή, ἡ (alsoXen.).met., eager pursuit: P. and V. θήρα, ἡ.Search: P. and V. ζήτησις, ἡ.——————v. trans.P. and V. θηρεύειν, θηρᾶν (or mid.) (Xen. also Ar.), ἀγρεύειν. (Xen.), κυνηγετεῖν (Xen. also Ar.), V. ἐκκυνηγετεῖν.Pursue: P. and V. διώκειν, P. καταδιώκειν, ἐπιδιώκειν.Drive in pursuit: P. and V. ἐλαύνειν, V. ἐλαστρεῖν.Seek eagerly: P. and V. θηρεύειν, V. θηρᾶν (or mid.).Hunt for, seek: P. and V. ζητεῖν, ἐρευνᾶν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hunt
-
5 Pursuit
subs.P. δίωξις, ἡ, V. δίωγμα, τό (also plat. but rare P.), διωγμός, ὁ, μεταδρομή, ἡ (also Xen.).They harassed me ever with unresting pursuit: V. δρόμοις ἀϊδρύτοισιν ἠλάστρουν μʼ ἀεί (Eur., I.T. 97I).Eager pursuit, met.: P. and V. θήρα, ἡ.Practice: P. ἄσκησις, ἡ, ἐπιτήδευσις, ἡ.The pursuit of virtue: P. ἀρετῆς ἐπιμέλεια, ἡ (Plat.).Study, occupation: P. ἐπιτήδευμα, τό, μελέτημα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ.In pursuit of: P. and V. ἐπί (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pursuit
См. также в других словарях:
διωγμός — the chase masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμός — ο καταδίωξη με σκοπό την εξόντωση, κατατρεγμός, αποπομπή: Διωγμός των χριστιανών. – Διωγμός των αντιφρονούντων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διωγμός — ο (AM διωγμός) [διώκω] 1. καταδίωξη 2. καταδίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση, κατατρεγμός («οι διωγμοί τών Αρμενίων, τών Εβραίων κ.λπ.», «οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν») 3. αποπομπή αρχ. κυνήγι … Dictionary of Greek
διωγμοῖς — διωγμός the chase masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοῖσι — διωγμός the chase masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοί — διωγμός the chase masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοῦ — διωγμός the chase masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμούς — διωγμός the chase masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμῶν — διωγμός the chase masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμῷ — διωγμός the chase masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμόν — διωγμός the chase masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)