-
1 διφορούμενος
[дифорумэнос]εκ. имеющий двойной смысл,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διφορούμενος
-
2 двусмысленный
-
3 двойственный
дво́йственн||ыйприл1. διττός, διφυής·2. (двуличный) διπρόσωπος / ἐπαμφοτερής, διφορούμενος (двусмысленный):\двойственныйая политика ἡ διπλή πολιτική· ◊ \двойственныйое число грам. ὁ δυϊκός ἀριθμός. -
4 двусмысленный
двусмысленн||ыйприл1. (лишенный прямоты, уклончивый) διφορούμενος:\двусмысленныйый ответ ἡ διφορούμενη ἀπάντηση·2. (непристойный) ἀσεμνος, ἀπρεπής:\двусмысленныйая шутка ἀσεμνο ἀστείο. -
5 рискованный
рискованн||ыйприл1. ἐπικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος:\рискованный шаг τό ριψοκίνδυνο διάβημα· \рискованныйое предприятие ἡ ἐπικίνδυνη ἐπιχείρηση·2. (нескромный, двусмысленный) τολμηρός, διφορούμενος. -
6 сомнительный
сомни́тельн||ыйприл1. ἀμφίβολος, ἀβέβαιος (недостоверный)/ προβληματικός (проблематичный)·2. (подозрительный) ὕποπτος, ἀμφίβολος, ἀναξιόπιστος:\сомнительныйая репутация ἡ ἀμφίβολη ὑπόληψη· иметь дело с \сомнительныйыми людьми́ ἔχω σχέσεις μέ ὑποπτα πρόσωπα·3. (двусмысленный) διφορούμενος, ἀμφίβολος:\сомнительный комплимент ἡ διφορούμενη φιλοφρόνηση· платок \сомнительныйой чистоты μαντήλι ἀμφιβόλου καθαριότητος. -
7 двоякий
επ., βρ: -як, -а, -оδύο ειδών, διπλός, διττός, δίμορφος, διπλόμορφος• διφορούμενος•-ое значение διπλή σημασία•
двоякий способ διπλός τρόπος•
-ая польза διπλή ωφέλεια•
-ая опасность διπλός κίνδυνος•
двоякий смысл διπλή έννοια•
-ого рода δυό ειδών.
-
8 двусмысленный
επ., βρ: -лен, -ленна, -ленноδιφορούμενος, δισήμαντος, χρησμώδης. || του υπαινιγμού•-ые шутки αστεία με υπαινιγμό.
-
9 игривый
επ., βρ: -ив, -а, -о.1. παιχνιδιάρικος, παιγνιώδης•-ое дитя παιχνιδιάρικο παιδάκι.
-ая ουσ. παιχνιδιάρα, ερωτοτροπούσα, ερωτύλα.2. φιλοπαίγμονας, ευτράπελος, χωρατατζής. || εύθυμος, φαιδρός, ιλαρός. || διφορούμενος• άσεμνος, απρεπής. -
10 сомнительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. αμφίβολος, μη πιστικός.2. διφορούμενος, διπλός, διττός•-ые случаи правописания διφορούμενες περιπτώσεις ορθογραφίας.
3. ύποπτος•человек с -ым прошлым άνθρωπος αμφίβολου παρελθόντος•
иметь -ые знакомства έχω ύποπτες γνωριμίες.
См. также в других словарях:
διφορούμενος — η, ο επίρρ. α αυτός που μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: Μη μιλάς διφορούμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διφορούμενος — διφορέω to bear double pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αιολόστομος — αἰολόστομος, ον (Α) (για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + στόμα] … Dictionary of Greek
αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί … Dictionary of Greek
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek
αμφιδέξιος — α, ο (Α ἀμφιδέξιος, ον) ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος) αρχ. 1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος 2.… … Dictionary of Greek
δίβολος — η, ο (Α ος, ον) νεοελλ. 1. (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε 2. διφορούμενος αρχ. 1. διπλός 2. αυτός που έχει δύο αιχμές 3. το ουδ. ως ουσ. το δίβολον κατά τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βολος < βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek
δίληπτος — ο (Μ δίληπτος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δίληπτος γένος τραχηλιδών πρωτόζωων μσν. αυτός που μπορεί να εκληφθεί με δύο διαφορετικές σημασίες, διφορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ληπτός < λαμβάνω (πρβλ. εύληπτος, δύσληπτος)] … Dictionary of Greek
δίλογος — η, ο (AM δίλογος) 1. διφορούμενος 2. διπρόσωπος, αμφίλογος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που έχει δύο αποχρώσεις ή μορφές, ο δύο λογιών 2. (για υφάσματα) αυτός που έχει δυο όψεις (καλή και ανάποδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < δι* + λογος < λέγω… … Dictionary of Greek
δίσημος — η, ο (AM δίσημος, ον) 1. (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος 2. δίχρονος, αυτός που επιδέχεται δύο σημεία, το μακρό [ ] ή το βραχύ [υ] 3. μσν. νεοελλ. φρ. «δίσημος πους» ρυθμική μονάδα τής βυζαντινής μουσικής που… … Dictionary of Greek