-
1 нерешительный
-
2 неуверенный
неуверенный αβέβαιος· αναποφάσιστος, διστακτικός (нерешительный)* * *αβέβαιος; αναποφάσιστος, διστακτικός ( нерешительный) -
3 нерешительный
нереши́тельн||ыйприл ἀναποφάσιστος, διστακτικός:\нерешительныйый человек ὁ διστακτικός ἀνθρωπος· \нерешительныйым тоном διστακτικά. -
4 нерешительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαναποφάσιστος, διστακτικός, ενδοιαστικός•-человек διστακτικός άνθρωπος•
нерешительный характер αναποφάσιστος χαρακτήρας.
-
5 неуверенностьый
неуверенность||ыйприл ἀβέβαιος / ἐν-δοιαστικός, διστακτικός (нерешительный):отвечать \неуверенностьыйым голосом ἀπαντῶ μέ διστακτική φωνή· \неуверенностьыйая походка τό ἀσταθές βάδισμα· \неуверенностьыйый ответ ἡ διστακτική ἀπάντηση· \неуверенностьыйый в себе αὐτός, πού δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του. -
6 робкий
роб||кийприл ἄτολμος, συνεσταλμένα, διστακτικός (несмелый)/ δειλός, φοβι-τσιάρης (боязливый)/ ντροπαλός (застенчивый):\робкий голос ἡ διστακτική φωνή· он не \робкийкого десятка δέν εἶναι ἀπ' αὐτούς πού φοβοδνται, δέν εἶναι φοβιτσιάρης. -
7 стеснительный
стесни́тельн||ыйприл1. (застенчивый) ντροπαλός, διστακτικός·2. (стесняющий) ἐνοχλητικός, στενόχωρος. -
8 колеблющийся
επ. κ. ουσ. από μτχ. ταλαντευόμενος, διστακτικός. -
9 настороженный
κ. настороженныйεπ. από μτχ.επιφυλακτικός, προσεκτικός, εφεκτικός. || διστακτικός, ενδοιαστικός. -
10 несмелый
επ., βρ: -смл, -а, -оάτολμος, διστακτικός, δειλός, κιοτής. -
11 нетвёрдый
επ., βρ: -рд, -ерда, -рдо.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) μη σκληρός• μαλακός•-ая почва μαλακό έδαφος•
нетвёрдый характер μαλακός χαρακτήρας.
2. ασταθής, ταλαντευόμενος, μη σταθερός•-ая походка ασταθές βάδισμα•
нетвёрдый почерк ασταθής γραφικός χαρακτήρας.
|| μη αποφασιστικός, διστακτικός, ενδοιαστικός•нетвёрдый ответ διστακτική απάντηση.
-
12 неуверенный
επ., βρ: -рен, -ренна, -ренноαβέβαιος διστακτικός, ενδοιαστικός• ταλαντευόμενος αναποφάσιστος•-ая походка μη σταθερό βάδισμα•
неуверенный ответ διστακτική απάντηση•
неуверенный голос διστακτική (τρεμουλιαστή) φωνή.
-
13 робкий
επ., βρ: -бок, -бка, -бко; робче; διστακτικός, άτολμος, ευπτόητος• φοβητσά-ρης, -ρικος, δειλός. -
14 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
15 стеснённый
επ. από μτχ.1. διστακτικός, συνεσταλμένος, ενδοιαστικός.2. δύσκολος, δυσχερής• στενόχωρος•-ое положение δυσχερής κατάσταση•
-ые обстоятельства δύσκολες περιστάσεις.
3. θλιμμένος, βαρύς•с -ым сердцем με βαριά την καρδ ιά, βαρ ιοκαρδ ισμένος.
-
16 сторожкий
επ., βρ: -жек, -жка, -жкоεπιφυλακτικός• διστακτικός• προσεκτικός. -
17 хлюпик
-а α.άνθρωπος άβουλος, διστακτικός, αδύνατου χαρακτήρα.
См. также в других словарях:
διστακτικός — expressive of doubt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικός — και δισταχτικός, ή, ό (AM διστακτικός, ή, όν) [διστάζω] αυτός που διστάζει, αναποφάσιστος … Dictionary of Greek
διστακτικός — ή, ό επίρρ. ά ο αμφιταλαντευόμενος, αυτός που διστάζει: Προχωρούσε με διστακτικό βήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διστακτικά — διστακτικός expressive of doubt neut nom/voc/acc pl διστακτικά̱ , διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc/acc dual διστακτικά̱ , διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικόν — διστακτικός expressive of doubt masc acc sg διστακτικός expressive of doubt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικοῖς — διστακτικός expressive of doubt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικοί — διστακτικός expressive of doubt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικοῦ — διστακτικός expressive of doubt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικῆς — διστακτικός expressive of doubt fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικῇ — διστακτικός expressive of doubt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτική — διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)