Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διστακτικός

  • 1 нерешительный

    нерешительный αναποφάσιστος, διστακτικός
    * * *
    αναποφάσιστος, διστακτικός

    Русско-греческий словарь > нерешительный

  • 2 неуверенный

    неуверенный αβέβαιος· αναποφάσιστος, διστακτικός (нерешительный)
    * * *
    αβέβαιος; αναποφάσιστος, διστακτικός ( нерешительный)

    Русско-греческий словарь > неуверенный

  • 3 нерешительный

    нереши́тельн||ый
    прил ἀναποφάσιστος, διστακτικός:
    \нерешительныйый человек ὁ διστακτικός ἀνθρωπος· \нерешительныйым тоном διστακτικά.

    Русско-новогреческий словарь > нерешительный

  • 4 нерешительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    αναποφάσιστος, διστακτικός, ενδοιαστικός•

    -человек διστακτικός άνθρωπος•

    нерешительный характер αναποφάσιστος χαρακτήρας.

    Большой русско-греческий словарь > нерешительный

  • 5 неуверенностьый

    неуверенность||ый
    прил ἀβέβαιος / ἐν-δοιαστικός, διστακτικός (нерешительный):
    отвечать \неуверенностьыйым голосом ἀπαντῶ μέ διστακτική φωνή· \неуверенностьыйая походка τό ἀσταθές βάδισμα· \неуверенностьыйый ответ ἡ διστακτική ἀπάντηση· \неуверенностьыйый в себе αὐτός, πού δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του.

    Русско-новогреческий словарь > неуверенностьый

  • 6 робкий

    роб||кий
    прил ἄτολμος, συνεσταλμένα, διστακτικός (несмелый)/ δειλός, φοβι-τσιάρης (боязливый)/ ντροπαλός (застенчивый):
    \робкий голос ἡ διστακτική φωνή· он не \робкийкого десятка δέν εἶναι ἀπ' αὐτούς πού φοβοδνται, δέν εἶναι φοβιτσιάρης.

    Русско-новогреческий словарь > робкий

  • 7 стеснительный

    стесни́тельн||ый
    прил
    1. (застенчивый) ντροπαλός, διστακτικός·
    2. (стесняющий) ἐνοχλητικός, στενόχωρος.

    Русско-новогреческий словарь > стеснительный

  • 8 колеблющийся

    επ. κ. ουσ. από μτχ. ταλαντευόμενος, διστακτικός.

    Большой русско-греческий словарь > колеблющийся

  • 9 настороженный

    κ. настороженный
    επ. από μτχ.
    επιφυλακτικός, προσεκτικός, εφεκτικός. || διστακτικός, ενδοιαστικός.

    Большой русско-греческий словарь > настороженный

  • 10 несмелый

    επ., βρ: -смл, -а, -о
    άτολμος, διστακτικός, δειλός, κιοτής.

    Большой русско-греческий словарь > несмелый

  • 11 нетвёрдый

    επ., βρ: -рд, -ерда, -рдо.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) μη σκληρός• μαλακός•

    -ая почва μαλακό έδαφος•

    нетвёрдый характер μαλακός χαρακτήρας.

    2. ασταθής, ταλαντευόμενος, μη σταθερός•

    -ая походка ασταθές βάδισμα•

    нетвёрдый почерк ασταθής γραφικός χαρακτήρας.

    || μη αποφασιστικός, διστακτικός, ενδοιαστικός•

    нетвёрдый ответ διστακτική απάντηση.

    Большой русско-греческий словарь > нетвёрдый

  • 12 неуверенный

    επ., βρ: -рен, -ренна, -ренно
    αβέβαιος διστακτικός, ενδοιαστικός• ταλαντευόμενος αναποφάσιστος•

    -ая походка μη σταθερό βάδισμα•

    неуверенный ответ διστακτική απάντηση•

    неуверенный голос διστακτική (τρεμουλιαστή) φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > неуверенный

  • 13 робкий

    επ., βρ: -бок, -бка, -бко; робче; διστακτικός, άτολμος, ευπτόητος• φοβητσά-ρης, -ρικος, δειλός.

    Большой русско-греческий словарь > робкий

  • 14 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 15 стеснённый

    επ. από μτχ.
    1. διστακτικός, συνεσταλμένος, ενδοιαστικός.
    2. δύσκολος, δυσχερής• στενόχωρος•

    -ое положение δυσχερής κατάσταση•

    -ые обстоятельства δύσκολες περιστάσεις.

    3. θλιμμένος, βαρύς•

    с -ым сердцем με βαριά την καρδ ιά, βαρ ιοκαρδ ισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > стеснённый

  • 16 сторожкий

    επ., βρ: -жек, -жка, -жко
    επιφυλακτικός• διστακτικός• προσεκτικός.

    Большой русско-греческий словарь > сторожкий

  • 17 хлюпик

    α.
    άνθρωπος άβουλος, διστακτικός, αδύνατου χαρακτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > хлюпик

См. также в других словарях:

  • διστακτικός — expressive of doubt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικός — και δισταχτικός, ή, ό (AM διστακτικός, ή, όν) [διστάζω] αυτός που διστάζει, αναποφάσιστος …   Dictionary of Greek

  • διστακτικός — ή, ό επίρρ. ά ο αμφιταλαντευόμενος, αυτός που διστάζει: Προχωρούσε με διστακτικό βήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διστακτικά — διστακτικός expressive of doubt neut nom/voc/acc pl διστακτικά̱ , διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc/acc dual διστακτικά̱ , διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικόν — διστακτικός expressive of doubt masc acc sg διστακτικός expressive of doubt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικοῖς — διστακτικός expressive of doubt masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικοί — διστακτικός expressive of doubt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικοῦ — διστακτικός expressive of doubt masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικῆς — διστακτικός expressive of doubt fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικῇ — διστακτικός expressive of doubt fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτική — διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»