Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

διπλῆ

  • 1 colon

    I ['kəulən] noun
    (the punctuation mark (:), used eg to separate sentence-like units within a sentence, or to introduce a list etc.) διπλή τελεία
    II ['kəulon] noun
    (a part of the large intestine.) κόλον

    English-Greek dictionary > colon

  • 2 double

    1. adjective
    1) (of twice the (usual) weight, size etc: A double whisky, please.) διπλός,διπλάσιος
    2) (two of a sort together or occurring in pairs: double doors.) διπλός
    3) (consisting of two parts or layers: a double thickness of paper; a double meaning.) διπλός,διττός
    4) (for two people: a double bed.) διπλός
    2. adverb
    1) (twice: I gave her double the usual quantity.) διπλάσια
    2) (in two: The coat had been folded double.) στα δύο
    3. noun
    1) (a double quantity: Whatever the women earn, the men earn double.) διπλάσιο
    2) (someone who is exactly like another: He is my father's double.) σωσίας
    4. verb
    1) (to (cause to) become twice as large or numerous: He doubled his income in three years; Road accidents have doubled since 1960.) διπλασιάζω,-ομαι
    2) (to have two jobs or uses: This sofa doubles as a bed.) έχω διπλή χρήση
    - double agent
    - double bass
    - double-bedded
    - double-check
    - double-cross
    - double-dealing
    5. adjective
    (cheating: You double-dealing liar!) δόλιος
    6. adjective
    a double-decker bus.) διώροφος
    - double figures
    - double-quick
    - at the double
    - double back
    - double up
    - see double

    English-Greek dictionary > double

  • 3 Fail

    v. trans.
    With non-personal subject: P. ἐκλείπειν, Ar. and P. ἐπιλείπειν.
    Leave in the lurch: P. and V. λείπειν, προλείπειν, καταλείπειν, προϊέναι (or mid.), προδιδόναι.
    You fail your friends in time of trouble: V. ἀπαυδᾶς ἐν κακοῖς φίλοισι σοῖς (Eur., And. 87).
    When he saw his eyesight failing him: P. ἐπειδὴ ᾔσθετο... τὸν ὀφθαλμὸν αὐτὸν προδίδοντα (Dem. 1239).
    V. intrans. Of persons, meet with ill-success: P. and V. μαρτνειν, σφάλλεσθαι, ἐξαμαρτνειν, πταίειν, P. ἀποτυγχάνειν, διαμαρτάνειν, V. ἀμπλακεῖν ( 2nd aor.), παμπλακεῖν ( 2nd aor.).
    Be unlucky: P. and V. δυστυχεῖν, Ar. and P. τυχεῖν.
    Of things, not to succeed: P. and V. κακῶς χωρεῖν, οὐ προχωρεῖν.
    His plan will succeed and mine will fail: V. τὰ τοῦδε μὲν πεπραγμένʼ ἔσται τἀμὰ δʼ ἡμαρτημένα (Soph., O.R. 620).
    Give out: P. and V. ἐκλείπειν, ἐλλείπειν, Ar. and V. λείπειν (rare P.), Ar. and P. ἐπιλείπειν.
    Go bankrupt: P. and V. νασκευάζεσθαι; see Bankrupt.
    Flag: P. and V. πειπεῖν, παρεσθαι; see Flag.
    My limbs fail: V. λύεται δέ μου μέλη (Eur., Hec. 438).
    Bent spine and failing knee: V. διπλῆ ἄκανθα καὶ παλίρροπον γόνυ (Eur., El. 492) Fail ( to do a thing): P. and V. οὐ δύνασθαι (infin.), οὐκ ἔχειν (infin.).
    Fail in, not succeed in: P. διαμαρτνειν (gen.), ἀποτυγχάνειν (gen.), P. and V. μαρτνειν (gen.). σφάλλεσθαι (gen.), ποσφάλλεσθαι (gen.), V. ἀμπλακεῖν (gen.) ( 2nd aor.).
    The gloom of night is dangerous to fail in: V. ἐνδυστυχῆσαι δεινὸν εὐφρόνης κνέφας (Eur., Phoen. 727).
    Be wanting in: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), πολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fail

  • 4 Mutual

    adj.
    Use P. and V. πρὸς ἀλλήλους.
    Common:. P. and V. κοινός, V. ξυνός.
    Mutual relations: P, ἡ πρὸς ἀλλήλους χρεία, (Plat., Rep. 372A).
    Want of mutual intercourse: P. ἀμιξία ἀλλήλων (Thuc. 1, 3).
    Mutual destruction: V. θνατος αὐτόχειρ (Eur., Phoen. 880), P. ἀλληλοφθορία, ἡ (Plat.).
    Die by mutual blows: V. θνήσκειν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων (Æsch., Theb. 805), or θνήσκειν διπλῇ χερί (Soph., Ant. 14).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mutual

  • 5 Partition

    v. trans.
    Divide: P. and V. διαιρεῖν, διαλαμβνειν, P. μερίζειν.
    Distribute: P. and V. νέμειν; see Distribute.
    ——————
    subs.
    Division: P. and V. διαίρεσις, ἡ.
    Distribution: P. νομή, ἡ, διανομή, ἡ.
    A hut divided into two by a partition: P. διπλῆ διαφράγματι καλύβη (Thuc. 1, 133).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Partition

См. также в других словарях:

  • διπλή — (I) η (AM διπλῆ) βλ. διπλός. (II) διπλῇ και διπλεῑ (Α) επίρρ. δύο φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλούς + (επιρρ. κατάλ.) ῂ (πρβλ. αλλαχῄ, διχῄ) το δειπλεί είναι δωρικός τ. τού διπλῄ] …   Dictionary of Greek

  • δίπλη — η σημείο συνάντησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλή, θηλυκό τού επιθέτου διπλός, με αναβιβασμό τόνου (πρβλ. θερμός θερμή θέρμη)] …   Dictionary of Greek

  • διπλῇ — διπλάζω double fut ind mid 2nd sg (doric) διπλάζω double fut ind act 3rd sg (doric) διπλῇ twice indeclform (adverb) διπλόος twofold fem dat sg (attic epic) διπλός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλῆ — διπλόος twofold fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλή — διπλός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διπλή Συμμαχία — Γαλλορωσική συμμαχία του 1891 (συμπληρώθηκε με μια στρατιωτική συμφωνία το 1893 94), που δημιουργήθηκε σε αντίθεση προς την Τριπλή Συμμαχία. Παρά την προσπάθεια που έγινε το 1899 να ενισχυθεί η Δ.Σ., στην πραγματικότητα, για πολλά χρόνια η δράση… …   Dictionary of Greek

  • διπλῆι — διπλῇ , διπλάζω double fut ind mid 2nd sg (doric) διπλῇ , διπλάζω double fut ind act 3rd sg (doric) διπλῇ , διπλῇ twice indeclform (adverb) διπλῇ , διπλόος twofold fem dat sg (attic epic) διπλῇ , διπλός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»