-
1 διπλός
[диплос] εκ. удвоенный, двойной.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διπλός
-
2 двойной
διπλός, διπλάσιος, διπλούς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двойной
-
3 дуальный
διπλός, δυαδικός, δίδυμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дуальный
-
4 двоякий
επ., βρ: -як, -а, -оδύο ειδών, διπλός, διττός, δίμορφος, διπλόμορφος• διφορούμενος•-ое значение διπλή σημασία•
двоякий способ διπλός τρόπος•
-ая польза διπλή ωφέλεια•
-ая опасность διπλός κίνδυνος•
двоякий смысл διπλή έννοια•
-ого рода δυό ειδών.
-
5 двойной
-
6 блок
I.1.(механизм в форме колеса с жёлобом по окружности) о τρόχιλος, ο μακα-ράς, η τροχαλία* вертлюжный - στρεπτός -верхний - талей оттяжки мор. άνω - αντη-ρίδων2. (узел машины) το συγκρότημα ή μέρος της μηχανήςрезервный - см. запасной -3. стр. о ογκόλιθοςдоковый мор. - βάθρωνскуловой мор. - στα κυρτά μέρη της γάστραςII.(объединение партий, государств и т.д.) о συνασπισμός, η ένωση, το μπλοκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок
-
7 двойник
1.крист. о δίδυμος (κρύσταλλος) 2. (человек) о σωσίας 3. (двойной или сдвоенный предмет) о δίδυμος, ο διπλός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двойник
-
8 дифференциал
1. мех. о διαφορικός μηχανισμός, το σύστημα των οδοντωτών τροχών γραναζιών 2. мат. το διαφορικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дифференциал
-
9 клин
ο σφην, η σφήναпазовый эл. - της αύλακοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > клин
-
10 коуш
ο αυλακωτός δακτύλιος, το τεμάχιο σύνδεσηςο δακτύλιος του σκοινιού ή του σύρματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коуш
-
11 кривошип
тех. о στρόφαλος, η μανι-βέλλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кривошип
-
12 управление
1. (административное) η διαχείρισηη διεύθυνση, η διοίκησηпередавать - παραδίδω τη -, μεταβιβάζω τη -2. (технической системой, процессом, производством) о έλεγχοςаварийное - το χειριστήριο κινδύνου, ο χειρισμός ανάγκηςбесступенчатое - χωρίς βαθμίδες/κλί-μακεςчисловое - αριθμη-τικός/ψηφιακός -3. (использование рулевого устройства) η πηδαλιού-χηση, η οδήγηση 4. грам. о καθορισμός (της λέξης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > управление
-
13 двойной
двойн||ойприл в разн. знач. διπλός, διπλάσιος, διπλοῦς I мат, хим. δυαδικός:\двойнойая рама ἡ διπλή κορνίζα· \двойнойая бухгалтерия ἡ διπλογραφία· в \двойнойо́м размере διπλάσια, σέ διπλάσια ποσότητα· вести \двойнойу́ю игру перен παίζω διπλό παιγνίδι. -
14 двоякий
двоя||кийприл διπλός, διπλούς, διττός:\двоякийкого рода δυό είδων \двоякий смысл ἡ διπλή ἔννοια, ἡ διπλή σημασία. -
15 двукратный
двукратн||ыйприл διπλάσιος, διπλός/ πού ἐπαναλαμβάνεται (δυό φορές) (повторный):в \двукратныйом размере διπλάσια, σέ διπλάσια ποσότητα. -
16 двуспальный
двуспальн||ыйприл διπλός:\двуспальныйая кровать τό διπλό κρεββάτι. -
17 двухколейный
двухколейныйприл ж.-д. διπλός. -
18 парный
па́рн||ыйприл ζευγαρωτός, κατά ζεύγη, ἀνά δύο, διπλός:\парныйое катанье (иа коньках) πατινάζ κατά ζεύγη. -
19 двойной
[ντβαϊνόΐ] εκ. διπλός -
20 двуспальный
[ντβουσπάλ'νυϊ] επ. διπλός (για είδη ύπνου)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διπλός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
διπλός — ή, ό επίρρ. ά 1. διπλάσιος: Αυτή τη φορά πλήρωσα τα διπλά χρήματα. 2. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη: Χάραξε διπλή γραμμή. 3. διπλωμένος: Ρίξε μου διπλή την κουβέρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλά — διπλός neut nom/voc/acc pl διπλά̱ , διπλός fem nom/voc/acc dual διπλά̱ , διπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλότερον — διπλός adverbial comp διπλός masc acc comp sg διπλός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλιάζω — [διπλός] 1. διπλασιάζω 2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός 3. κάνω ζάρες, τσακίσεις 4. διπλώνομαι, ζαρώνω … Dictionary of Greek
διπλόν — διπλός masc acc sg διπλός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλαῖσι — διπλός fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλαί — διπλός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλοῖσι — διπλός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) διπλόω repeat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) διπλόω repeat pres subj act 3rd sg (epic) διπλόω repeat pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλοῖσιν — διπλός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) διπλόω repeat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) διπλόω repeat pres subj act 3rd sg (epic) διπλόω repeat pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)