-
1 δικτάτορας
[диктаторас] ουσ. а. диктатор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δικτάτορας
-
2 диктатор
-
3 диктаторствовать
-ствуго, -ствуешь, ρ.δ.1. δικτατορεύω, είμαι δικτάτορας.2. φέρνομαι σαν δικτάτορας. -
4 диктатор
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диктатор
-
5 диктатор
диктаторм ὁ δικτάτορας, ὁ δικτάτωρ, -екни прил δικτατορικός. -
6 диктатор
[ντικτάταρ] οοσ. α δικτάτορας -
7 диктатор
[ντικτάταρ] ουσ α δικτάτορας -
8 диктатор
-а α.1. δικτάτορας.2. έκτακτος άρχων του ρωμαϊκού κράτους με απεριόριστη εξουσία.
См. также в других словарях:
δικτάτορας — και δικτάτωρ, ο (AM δικτάτωρ, ωρος και ορος) νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί συγκεντρωτικά όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες 2. όποιος διοικεί μια υπηρεσία ή έναν κλάδο με αυξημένες εξουσίες 3. εκείνος ο οποίος ενεργεί κατά την κρίση του… … Dictionary of Greek
δικτάτορας — ο 1. ηγέτης κράτους με απεριόριστη εξουσία, την οποία κατέλαβε με παραβίαση του συντάγματος ή πραξικόπημα. 2. μτφ., άνθρωπος απολυταρχικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικτάτορας — δικτά̱τορας , δικτάτωρ dictator masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό … Dictionary of Greek
Κάμιλλος, Μάρκος Φούριος — (Marcus Furius Camillus, ; – 365 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός. Διετέλεσε τρεις φορές αναπληρωτής ύπατος (interrex), έξι φορές χιλίαρχος με εξουσίες υπάτου και τρεις φορές δικτάτορας. Κατά τη διάρκεια της πλούσιας δημόσιας δράσης του… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Βαλέριος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Αντίας (Valerius Antias, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος χρονογράφος. Τα Χρονικά του (75 τόμοι) αναφέρονται στην ιστορία της Ρώμης από την κτίση της έως τον θάνατο του Σύλλα. Ο Τίτος Λίβιος και ο Πλούταρχος τον… … Dictionary of Greek
Ίντι Αμίν Νταντά — (Idi Amin Dada, Κομπόκο 1925 –). Στρατάρχης, δικτάτορας της Ουγκάντα (1971 79). Γεννήθηκε από μουσουλμάνους γονείς, οι οποίοι ήταν μέλη της μικρής φυλής Κάκουα. Μετά τη βασική εκπαίδευση, ο Ί. κατετάγη στον βρετανικό αποικιακό στρατό το 1946.… … Dictionary of Greek