Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δικαιώματος

  • 1 δικαιώματος

    δικαίωμα
    act of right: neut gen sg

    Morphologia Graeca > δικαιώματος

  • 2 δικαιώματος

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δικαιώματος

  • 3 εκπίπτω

    (αόρ. (ε)ξέπεσα) 1. αμετ.
    1) выпадать; падать вниз; 2) перен. приходить в упадок; 3) лишаться (чина, должности и т. п.); терять (право);

    εκπίπτ του βαθμού μου — лишаться чина;

    εκπίπτω του δικαιώματος — терять право;

    4) падать (в чьём-л. мнении), терять репутацию;

    εκπίπτω εν τη κοινή συνειδήσει — пасть в глазах общества;

    η υπόληψη του εξέπεσε πολύ его репутация сильно пошатнулась;
    5) падать, снижаться (о цене); τα σταφύλια εξέπεσαν цены на виноград снизились; 6) разоряться, беднеть; από τον πόλεμο πολλοί πλούτισαν και πολλοί εξέπεσαν на войне многие разбогатели и многие разорились; 7) мор. дрейфовать; 8) отпадать, исключаться;

    η εκδοχή αυτή τώρα εκπίπτει — этот вариант теперь исключается;

    9) деградировать, морально пасть;
    2. μετ. снижать цену, уценить; делать скидку; μου 'ξέπεσε χίλιες δραχμές από το λογαριασμό он сбавил цену на тысячу драхм;

    εκπίπτομαι — снижаться (о цене)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκπίπτω

  • 4 εξαγορά

    η
    1) выплата всей стоимости купленной вещи; 2) откуп, освобождение (от чего-л.);

    εξαγορά στρατιωτικής θητείας — откуп от воинской повинности;

    εξαγορά ποινής — освобождение от наказания (за деньги и т. п.);

    εξαγορά δικαιώματος — приобретение права на что-л, (за деньги и т. п.);

    3) выкуп, освобождение за выкуп;

    εξαγορά αιχμαλώτων — выкуп пленных;

    4) перен. подкуп

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξαγορά

  • 5 επίτευξη

    [-ις (-εως)] η
    1) достижение, осуществление, исполнение;

    επίτευξη σκοπού — достижение цели;

    2) завоевание; приобретение;

    επίτευξη δανείου — получение займа;

    επίτευξη δικαιώματος — завоевание права

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επίτευξη

  • 6 επιφύλαξη

    [-ις (-εως)] η
    1) осторожность, осмотрительность, сдержанность (в действиях);

    μ' επιφύλαξη — сдержанно;

    2) оставление, сохранение, резервирование;

    με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος μου — оставляя за собой право

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιφύλαξη

  • 7 παραχώρηση

    [-ις (-εως)] η
    1) передача, предоставление; уступка (чего-л.);

    παραχώρηση αίθουσας — предоставление помещения, зала;

    2) юр. передача, уступка (прав); отказ (от прав);
    3) концессия;

    παραχώρηση (του δικαιώματος εκμεταλλεύσεως) — концессия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παραχώρηση

  • 8 περιορισμός

    ο
    1) ограничение;

    περιορισμός των είσαγωγών — ограничение импорта;

    κατάργηση των περιορισμών — отмена ограничений;

    περιορισμ της κυκλοφορίας — комендантский час;

    περιορισμ του εκλογικού δικαιώματος — избирательный ценз;

    2) заключение, арест; заточение;

    θέτω υπό περιορισμό[ν] — арестовать;

    υπό κατ' οίκον περιορισμόν — под домашним арестом;

    3) сдерживание; обуздание

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιορισμός

  • 9 δικαίωμα

    -ατος + τό N 3 42-22-22-39-15=140 Gn 26,5; Ex 15,25.26; 21,1.9
    ordinance, decree Gn 26,5; justification, legal right 2 Sm 19,29; justice 1 Kgs 3,28; τὰ δικαιώματα righteous deeds Bar 2,19; custom (semit., rendering MT פטשׁמ) 1 Sm 27,11; rightful due (semit., rendering MT פטשׁמ) 1 Sm 2,13 *Jer 18,19 τοῦ δικαιώματός μου to my justification, to my case-ריבי for MT יריבי to the threats which (my adversaries) utter against me; *Hos 13,1 δικαιώματα precepts-תרת? or-תורות? for MT רתת trembling
    Cf. LE BOULLUEC 1989, 43; MURAOKA 1991, 210; SPICQ 1982, 146-148; TOV 1976b 539-540; 1990 83-
    97; →NIDNTT; TWNT

    Lust (λαγνεία) > δικαίωμα

  • 10 δικαίωμα

    δικαίωμα, ατος, τό (Thu.+; ins, pap, LXX; En 104:9; ParJer 6:23; Just., D. 46, 2)
    a regulation relating to just or right action, regulation, requirement, commandment (so mostly LXX; Philo, Det. Pot. Ins. 68; Jos., Bell. 7, 110, Ant. 17, 108; Cass. Dio 36, 23 of the laws; POxy 1119, 15 τῶν ἐξαιρέτων τῆς ἡμετέρας πατρίδος δικαιωμάτων) w. ἐντολαί and κρίματα (as Num 36:13; Dt 4:40; cp. 6:1; 7:11 al. cp. Theoph. Ant. 3, 11 [p. 226, 29]) Lk 1:6; (w. προστάγματα, as Gen 26:5) 1 Cl 2:8; 35:7 (Ps 49:16); τὰ δεδομένα δ. the commandments which were given 58:2 (δικ. διδόναι: Jos., C. Ap. 2, 37); δ. τοῦ νόμου the requirements of the law Ro 2:26; 8:4. Esp. of God’s requirements: δ. τοῦ θεοῦ Ro 1:32; B 4:11; 10:2 (cp. Dt 4:1). κυρίου Hm 12, 6, 4. ἐκζητεῖν τὰ δ. κυρίου seek out the Lord’s requirements B 2:1. μανθάνειν 21:1; γνῶσις τῶν δ. 21:5. λαλεῖν δ. κυρίου speak of the law of the Lord 10:11; σοφία τῶν δ. the wisdom revealed in his ordinances 16:9; δ. λατρείας regulations for worship Hb 9:1; δ. σαρκός regulations for the body vs. 10.
    an action that meets expectations as to what is right or just, righteous deed (Aristot. EN 1135a, 12f, Rhet. 1359a, 25; 1373b, 1; 3 Km 3:28; Bar 2:19) διʼ ἑνὸς δικαιώματος (opp. παράπτωμα) Ro 5:18.—B 1:2 (cp. Wengst, Barnabasbrief 196, n. 4); Rv 15:4 (here perh.=‘sentence of condemnation’ [cp. Pla., Leg. 9, 864e; ins fr. Asia Minor: LBW 41, 2 [κατὰ] τὸ δι[καί]ωμα τὸ κυρω[θέν]=‘acc. to the sentence which has become valid’]; difft. Wengst, s. above); 19:8.
    to clear someone of a violation Ro 5:16 (opp. κατάκριμα) it is prob. chosen because of the other words in-μα, and is equiv. in mng. to δικαίωσις (on the linguistic possibility s. Kühner-Bl. II 272 and Schwyzer I 491: forms in-μα, which express the result of an action.—En 104:9 δικαίωμα may stand for δικαιοσύνη [cp. Ezk 18:21 and v.l.], but the text appears to be corrupt).—DELG s.v. δίκη. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > δικαίωμα

См. также в других словарях:

  • δικαιώματος — δικαίωμα act of right neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδυνάμωση δικαιώματος — Η μερική ή ολική ανάλωση ενός δικαιώματος επειδή δεν έχει ασκηθεί, ανεξάρτητα προς την εξαφάνιση του δικαιώματος εξαιτίας παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας. Σε περίπτωση α.δ. που κρίνεται σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, η μεταγενέστερη… …   Dictionary of Greek

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… …   Dictionary of Greek

  • απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

  • συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… …   Dictionary of Greek

  • άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»