-
1 гражданский
гражданский του πολίτη, πολιτικός юр. αστικός \гражданскийие права τα πολιτικά δικαιώματα \гражданский брак ο πολιτικός γάμος \гражданский долг το χρέος του πολίτη \гражданскийая война о εμφύλιος πόλεμος* * *του πολίτη, πολιτικός; юр. αστικόςгражда́нские права́ — τα πολιτικά δικαιώματα
гражда́нский брак — ο πολιτικός γάμος
гражда́нский долг — το χρέος του πολίτη
гражда́нская война́ — ο εμφύλιος πόλεμος
-
2 гражданство
гражданство с η υπηκοότητα принять \гражданство παίρνω (или αποκτώ) υπηκοότητα предоставить права \гражданствоа χορηγώ (или δίνω) δικαιώματα υπηκοότητας* * *сη υπηκοότηταприня́ть гражда́нство — παίρνω ( или αποκτώ) υπηκοότητα
предоста́вить права́ гражда́нствоа — χορηγώ ( или δίνω) δικαιώματα υπηκοότητας
-
3 право
право с το δίκ(α)ιο, το δικαίωμα· \право голоса το δικαίωμα ψήφου· (всеобщее) избирательное \право το (γενικό) εκλογικό δικαίωμα* \правоа и обязанности τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ◇ водительские \правоа η άδειος οδηγού (αυτοκινήτου)* * *сτο δίκ(α)ιο, το δικαίωμαпра́во го́лоса — το δικαίωμα ψήφου
(всео́бщее) избира́тельное пра́во — το (γενικό) εκλογικό δικαίωμα
права́ и обя́занности — τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις
••води́тельские права́ — η άδεια οδηγού (αυτοκινήτου)
-
4 суверенный
суверенный κυρίαρχος; κυριαρχικός; \суверенныйое государство το κυρίαρχο κράτος; \суверенныйые права τα κυριαρχικά δικαιώματα* * *κυρίαρχος; κυριαρχικόςсувере́нное госуда́рство — το κυρίαρχο κράτος
сувере́нные права́ — τα κυριαρχικά δικαιώματα
-
5 право
прав||о Iс1. τό δικαίωμα:\право голоса τό δικαίωμα ψήφου· всеобщее избирательное \право δικαίωμα ψήφου γιά ὅλους· гражданские \правоа́ τά πολιτικά δικαιώματα· поражение в \правоа́х ἡ στέρησις τῶν δικαιωμάτων восстановление в \правоах ἡ ἀποκατάσταση τῶν δικαιωμάτων получить \право гражданства прям., перен πολιτογρα-φοῦμαι· отстаивать свой \правоа́ διεκδικώ τά δικαιώματα μου· иметь \право на что́-л. ἔχω δικαίωμα γιά κάτν лишать \правоа στερώ τών δικαιωμάτων вступать в свой \правоа μπαίνω σέ ἰσχύ, τίθεμαι ἐν ίσχύϊ· весна вступила в свой \правоа Εφτασε ἡ ἀνοιξη· с полным \правоом μέ πλήρες δικαίωμα· по какому \правоу? μέ ποιο δικαίωμα;· по \правоу δικαιωματικά· 2· юр. τό δίκαιο[ν]:гражданское \право τό ἀστικό δίκαιο· уголовное \право τό ποινικό δίκαιο· международное \право τό διεθνές δίκαιο·3. (свидетельство) ἡ ἄδεια:водительские \правоа ἄδεια ὀδηγοῦ αὐτοκινήτου.право IIвводн. сл. μά τήν ἀλήθεια:я, \право-, не знаю μά τήν ἀλήθεια δέν ξέρω. -
6 равн'ый
равн|'ыйприл ίσος, ὀμοιος:\равн'ыйые права ἰσα δικαιώματα· \равн'ыйым образом ἐπίσης, ὁμοίως· на \равн'ыйых основаниях μέ ἰσα δικαιώματα· быть \равн'ыйым кому́-л. εἶμαι ίσος μέ κάποιον, ΐσοῦμαι προς· ему́ нет \равн'ыйых радεἶναι ἀπαράμιλλος· относиться как к \равн'ыйому φέρομαι σάν ίσος προς ἰσον. -
7 восстановить
-овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•
восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•
восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.
2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.
3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.
4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).
1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.
-
8 полноправный
επ., βρ: -вен, -вна, -оπου έχει πλήρη δικαιώματα•полноправный гражданин πολίτης με πλήρη δικαιώματα.
-
9 право
право 1-а, πλθ. -а ουδ.1. δικαίωμα•избирательное право εκλογικό δικαίωμα•
гражданские -а τα πολιτικά δικαιώματα•
право на отдых δικαίωμα ανάπαυσης•
право на труд δικαίωμα εργασίας•
право нации на самоотределение δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση•
-а и объя-занности δικαιώματακαι υποχρεώσεις•
лишить прав гражданства στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
какое вы имеете право τι δικαίωμα έχετε•
не имеете право δεν έχετε δικαίωμα.
2. δίκαιο•буржуазное право αστικό δίκαιο•
международное право διεθνές δίκαιο•
уголовное право ποινικό δίκαιο.
3. άδεια•водительские -а άδεια οδηγού αυτοκινήτου•
право на охоту άδεια κυνηγίου.
εκφρ.в -е (сделать) – έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι•на -ах – με την ιδιότητα•по -у – νόμιμα, δικαιωματικά•на равных правах – με ίσα δικαιώματα.право 2(παρνθ. λ.).1. πραγματικά, αλήθεια.2. λόγω τιμής, μα την αλήθεια•право слово λόγω τιμής.
-
10 ренатурализовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ренатурализованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ. (νομ.)επανακτώ τα πολιτικά, δικαιώματα.επανακτώμαι (για πολιτικά δικαιώματα). -
11 отстаивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отстаивать
-
12 передавать
1. (отдавать, вручать кому-л.) δίνω 2. (отдавать, уступать что-л. своё в полное распоряжение другому) μεταβιβάζω, μεταφέρω 3. (напр. знания, опыт и т.п.) μεταβιβάζω, μεταφέρω 4. (сообщать, пересказывать что-л) μεταβιβάζω 5. (излагать, формулировать что-л.) δίνω, μεταβιβάζω, μεταφέρω 6. (изображать, воспроизводить) μεταφέρω, απεικονίζω 7. свз. μεταδίδω, διαβιβάζω 8. (распространять на кого-, что-л. какие-л. признаки, свойства, качества) μεταδίδω 9. (пересылать, направлять в следующую инстанцию) στέλνω, παραδίδω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передавать
-
13 посредник
ο μεσίτ/ης, ο μεσολαβητής, ο μεσάζωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > посредник
-
14 распределение
η κατανομ/ή, η διανομή, ο καταμερισμός, η μοιρασιά, το μοίρασμαдвумерное - мат. δισδιάστατη --каналов рад. - των διαύλων/καναλιών-капиталовложений - των κεφαλαίων/επενδύσεων- невязки (геод.) - των σφαλμάτωνнепрерывное - συνεχής -, αδιάκοπη -разрывное - ασυνεχής -, διακεκομμένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распределение
-
15 сторона
1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά- выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/άτο μέροςадреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ώνпо просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άςневиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -потерпевшая - ο παθών, το θύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона
-
16 урезать
1. (уменьшить, укоротить) κόβω, κονταίνω, μικραίνω 2. (убавить, сократить) μειώνω, ελαττώνω, περιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > урезать
-
17 член
1. (организации, общества, объединения и т.п) το μέλος- του κοινοβουλίου, ο βουλευτής2. грам. το μέρος, το άρθρο 3. мат. о όρ/ος- - множества το μέλος του συνόλου 4. анат. το μόριο(половой) το ανδρικό γεννητικό μόριο, το πέοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > член
-
18 бесправный
-
19 бесправный
бесправ||ныйприл χωρίς δικαιώματα, στερούμενος δικαιωμάτων. -
20 взнос
взносм1. ἡ πληρωμή, ἡ κατάθεση, ἡ καταβολή χρημάτων, ἡ συνδρομή:вступительный \взнос δικαιώματα (τέλη) ἐγγρα-φής· членский \взнос ἡ συνδρομή μέλους.
См. также в других словарях:
δικαιώματα — δικαίωμα act of right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπράγματα δικαιώματα — Τα ιδιωτικά δικαιώματα, τα οποία παρέχουν άμεση εξουσία πάνω σε ένα πράγμα. Κύριο χαρακτηριστικό της εξουσίας αυτής είναι ότι μπορεί να στραφεί εναντίον όλων, γι’ αυτό και, υπό αυτή την έννοια, τα ε.δ. ονομάζονται και απόλυτα, σε αντίθεση με τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από … Dictionary of Greek
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek