Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δικαιολογία

  • 1 δικαιολογία

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > δικαιολογία

  • 2 δικαιολογια

        ἥ
        1) ведение судебного дела, судебная защита Arst., Polyb., Plut.
        2) защитительная речь на суде
        3) рит. судебное красноречие Arst.

    Древнегреческо-русский словарь > δικαιολογια

  • 3 δικαιολογία

    η
    1) оправдание (действие); 2) извиняющие обстоятельства, оправдание, извинение, отговорка;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικαιολογία

  • 4 δικαιολογία

    [дикэологиа] ουσ θ оправдание.

    Эллино-русский словарь > δικαιολογία

  • 5 φυγαδικος

        I
        3
        касающийся изгнания или изгнанника
        

    φυγαδικέ προθυμία Thuc. — рвение, присущее (обычно) изгнанникам;

        φυγαδικαὴ ἐλπίδες Plut. — возлагаемые на изгнанников надежды;
        φυγαδικέ δικαιολογία Plut. — судебный процесс об изгнании;
        φυγαδικὸν τόπον Plut.место изгнания - см. тж. φυγαδικόν

        II
        ὅ изгнанник Polyb.

    Древнегреческо-русский словарь > φυγαδικος

  • 6 βρίσκω

    (αόρ. (ε)βρήκα, υποτ. να βρω, παθ. αορ. (ε)βρέθηκα) ματ.
    1) прям., перен. находить, отыскивать; обнаруживать; обретать (книжн.);

    βρίσκ τό χαμένο — находить потерянное;

    βρίσκω σωστή λύση — находить правильное решение;

    βρίσκω δικαιολογία — находить оправдание;

    βρίσκω υποστήριξη (παρηγοριά) σε κάτι — находить поддержку (утешение) в чём-л.;

    βρίσκω την ησυχία μου — обретать покой:

    δεν βρίσκω ησυχία — не находить себе места;

    βρίσκω τίς βολές μου — найти своё призвание, обрести себя;

    βρήκες την ώρα (или την περίσταση)! ирон. нашёл время!;

    βρίσκω πρόφαση — находить предлог;

    δον βρίσκω λόγους να... — не находить слов, чтобы...;

    βρίσκαφορμή να... — находить повод для...;

    2) случайно встречать, обнаруживать (тж. перен.); заставать;
    καλά πού σε βρήκα хорошо, что ты мне встретился; 3) попасть (в цель и т. п.); угодить (об ударе и т. п.);

    βρίσκω τό σημάδι — попасть в цель;

    τον βρήκε η σφαίρα στο μέτωπο пуля угодила ему в лоб;
    μας βρήκε μεγάλο κακό перен. нас постигло большое несчастье; 4) натыкаться; наталкиваться (тж. перен.);

    βρίσκ ρόζο — натыкаться на сук;

    κάπου βρίσκει το καρφί και δεν πάει μέσα — гвоздь наткнулся на что-то и не идёт дальше;

    τα βρίσκω σκούρα ( — или μπαστούνια) — столкнуться с трудностями; — попасть в затруднительное, скверное положение;

    βρίσκω τό μπελά μου ( — или τό διά(β)ολό μου) — иметь неприятности с кем-л.;

    έχω βρει το μπελά μου μαζύ του у меня с ним одни неприятности; мне с ним просто беда;
    5) находить, считать, полагать;

    πώς τον βρίσκεις αυτόν τον άνθρωπο; — что ты думаешь об этом человеке?;

    βρίσκω όμορφο κάποιον — находить красивым кого-л.;

    τον νόμιζα ειλικρινή και τον βρήκα ψεύτη я считал его искренним человеком, а он оказался лжецом;

    δεν το βρίσκω σωστό αυτό — я думаю, что это неправильно;

    6) угадывать, отгадывать, догадываться; понимать;

    βρίσκω τό αίνιγμα — отгадать загадку;

    δεν μπορώ να βρώ ποιός μού κλέβει τα βιβλία не могу помять, кто ворует у меня книги;
    7) получать в наследство, наследовать; 8) доставать, добывать; 9) находить, подыскивать, подбирать, покупать; του βρήκαν παλτό πού τού άρεσε ему подобрали пальто по его вкусу; § καλώς σας βρήκα рад вас видеть; очень приятно побывать у вас (ответное приветствие); βρήκε ο κόμπος το χτένι (или τό σουγιά με το λουρί) а) дело застопорилось; б) нашло коса на камень;

    τί βρίσκεις πού...; — зачем ты...?, какое удовольствие находишь ты в том, что...;

    απ' το θεό να το βρεις бог тебе воздаст за твой поступки;

    άλλοτε τα βρίσκο(υ)με — рассчитаемся в другой раз;

    βρίσκο(υ)μαι

    1) — оказаться, очутиться, попасть; — быть, находиться;

    βρίσκο(υ)μαι σε κακά χάλια — оказываться, быть в тяжёлом, скверном положении;

    βρίσκουμαι στην ανάγκη — быть в нужде, нуждаться;

    2) находиться, помещаться, быть расположенным (о здании и т, п);
    3) находиться, обнаруживаться; 4) помогать, приходить на помощь; του βρέθηκε σε κάθε ανάγκη του он всегда приходил ему на помощь;

    - ψαυτό δεν βρίσκεται — это очень редко встречается;

    это дефицитная вещь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βρίσκω

  • 7 δικαιολόγημα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικαιολόγημα

  • 8 προβάλλω

    (αόρ. πρόβαλα и προέβαλαν, παθ. αόρ. προβλήθηκα и προεβλήθην) 1. μετ.
    1) выставлять, выдвигать; высовывать;

    προβάλλω τό πόδι μπροστά — спорт, делать выпад;

    προβάλλω την κεφαλήν εκ (από) τού παραθύρου — высовывать голову в окно;

    τό δέντρο προβάλλει τη σκιά του... — дерево бросает тень...;

    2) перен. выставлять, выдвигать;

    προβάλλω τό επιχείρημα — выставлять аргумент;

    προβάλλω αντιρρήσεις — возражать, выставлять возражения;

    προβάλλω απαιτήσεις — предъявлять требования;

    προβάλλω τό άλλοθι — представлять алиби;

    προβάλλω τη δικαιολογία, ο, τι... — приводить в оправдание то, что...;

    3) показывать, демонстрировать (фильм и т. п.);
    2. αμετ. появляться, показываться;

    προβάλλω στο παράθυρο (είς την θύραν) — показаться в окне (в дверях)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προβάλλω

См. также в других словарях:

  • δικαιολογία — δικαιολογίᾱ , δικαιολογία plea in justification fem nom/voc/acc dual δικαιολογίᾱ , δικαιολογία plea in justification fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογίᾳ — δικαιολογίαι , δικαιολογία plea in justification fem nom/voc pl δικαιολογίᾱͅ , δικαιολογία plea in justification fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογία — η (AM δικαιολογία) 1. η υπεράσπιση τών δικαίων με επιχειρήματα 2. τα επιχειρήματα που προβάλλει κάποιος για να εξηγήσει τις ενέργειές του μσν. νεοελλ. το πρόσχημα αρχ. στον πληθ. δικαιολογίαι δικανικοί λόγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + λογία <… …   Dictionary of Greek

  • δικαιολογία — η 1. επιχείρημα για την υπεράσπιση του δίκαιου: Αυτά που λες δεν είναι δικαιολογίες για την πράξη σου. 2. προφάσεις που μπορεί να αιτιολογήσουν μια ενέργεια: Πάντα βρίσκει δικαιολογίες για να μην πάει στη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαιολογίας — δικαιολογίᾱς , δικαιολογία plea in justification fem acc pl δικαιολογίᾱς , δικαιολογία plea in justification fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογίαι — δικαιολογία plea in justification fem nom/voc pl δικαιολογίᾱͅ , δικαιολογία plea in justification fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογίαν — δικαιολογίᾱν , δικαιολογία plea in justification fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογιῶν — δικαιολογία plea in justification fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογίαις — δικαιολογία plea in justification fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

  • αφορμή — η (AM ἀφορμή) 1. ό,τι προσφέρει δικαιολογία για μια ενέργεια, πράξη ή κατάσταση, το κίνητρο, το ελατήριο 2. αιτία, ευκαιρία 3. δικαιολογία, πρόφαση 4. αιτία μιας αρρώστιας μσν. 1. τρόπος, δυνατότητα 2. μομφή, κατηγορία 3. αμηχανία, τρέλα αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»