-
1 δικαιωμα
-
2 δικαίωμα
δικαίωμα, ατος, τό (Thu.+; ins, pap, LXX; En 104:9; ParJer 6:23; Just., D. 46, 2)① a regulation relating to just or right action, regulation, requirement, commandment (so mostly LXX; Philo, Det. Pot. Ins. 68; Jos., Bell. 7, 110, Ant. 17, 108; Cass. Dio 36, 23 of the laws; POxy 1119, 15 τῶν ἐξαιρέτων τῆς ἡμετέρας πατρίδος δικαιωμάτων) w. ἐντολαί and κρίματα (as Num 36:13; Dt 4:40; cp. 6:1; 7:11 al. cp. Theoph. Ant. 3, 11 [p. 226, 29]) Lk 1:6; (w. προστάγματα, as Gen 26:5) 1 Cl 2:8; 35:7 (Ps 49:16); τὰ δεδομένα δ. the commandments which were given 58:2 (δικ. διδόναι: Jos., C. Ap. 2, 37); δ. τοῦ νόμου the requirements of the law Ro 2:26; 8:4. Esp. of God’s requirements: δ. τοῦ θεοῦ Ro 1:32; B 4:11; 10:2 (cp. Dt 4:1). κυρίου Hm 12, 6, 4. ἐκζητεῖν τὰ δ. κυρίου seek out the Lord’s requirements B 2:1. μανθάνειν 21:1; γνῶσις τῶν δ. 21:5. λαλεῖν δ. κυρίου speak of the law of the Lord 10:11; σοφία τῶν δ. the wisdom revealed in his ordinances 16:9; δ. λατρείας regulations for worship Hb 9:1; δ. σαρκός regulations for the body vs. 10.② an action that meets expectations as to what is right or just, righteous deed (Aristot. EN 1135a, 12f, Rhet. 1359a, 25; 1373b, 1; 3 Km 3:28; Bar 2:19) διʼ ἑνὸς δικαιώματος (opp. παράπτωμα) Ro 5:18.—B 1:2 (cp. Wengst, Barnabasbrief 196, n. 4); Rv 15:4 (here perh.=‘sentence of condemnation’ [cp. Pla., Leg. 9, 864e; ins fr. Asia Minor: LBW 41, 2 [κατὰ] τὸ δι[καί]ωμα τὸ κυρω[θέν]=‘acc. to the sentence which has become valid’]; difft. Wengst, s. above); 19:8.③ to clear someone of a violation Ro 5:16 (opp. κατάκριμα) it is prob. chosen because of the other words in-μα, and is equiv. in mng. to δικαίωσις (on the linguistic possibility s. Kühner-Bl. II 272 and Schwyzer I 491: forms in-μα, which express the result of an action.—En 104:9 δικαίωμα may stand for δικαιοσύνη [cp. Ezk 18:21 and v.l.], but the text appears to be corrupt).—DELG s.v. δίκη. M-M. TW. Spicq. -
3 δικαίωμα
δικαίωμα, τό, das Recht oder Gerechtgemachte, – a) die gerechte Handlung; Arist. rhet. 1, 13; Ggstz ἀδίκημα Eth. Nic. 5, 7; von δικαιοπράγημα unterschieden, ἐπανόρϑωμα τοῦ ἀδικήματος; dah. = Strafe, Plat. Legg. IX, 864 e. – b) Rechtsgründe, Ansprüche; im plur., Thuc. 1, 41; Isocr 6, 25. – c) Uebh. das Recht, was das Gesetz fordert, N. T.
-
4 δικαίωμα
δικαίωμαact of right: neut nom /voc /acc sg -
5 δικαίωμα
-
6 δικαίωμα
τό1) право;πολιτικά δικαίώματα — политические права;
δικαίωμα ψήφου — право голоса;
τα πλήρη δικαίώματα — полноправие;
αποκατάσταση (στέρηση) των δικαίωμάτων — восстановление (поражение) в правах;
έχω δικαίωμα γιά κάτι — иметь право на что-л.;
στερώ των δικαίωμάτων — лишать прав;
με πλήρες δικαίωμα — с полным правом;
2) полномочия;3) разрешение;δίδω το δικαίωμα να., — позволять, разрешать...;
4) πλ. налог, сбор;5) (чаще πλ.) гонорар, оплата -
7 δικαίωμα
τὸ δικαίωμα, άτος 1. законное требование; основание; 2. христ. оправдание (верой, любовью) -
8 δικαίωμα
{сущ., 10}1. заповедь, предписание, устав, постановление;2. праведное дело, справедливый поступок;3. оправдание, праведность.Синонимы: 1343 ( δικαιοσύνη), 1347 ( δικαίωσις).Ссылки: Лк. 1:6; Рим. 1:32; 2:26; 5:16, 18; 8:4; Евр. 9:1, 10; Откр. 15:4; 19:8. LXX: 2706 (קחֺ), 4941 (טָפּשְׁמִ), 6490 (םידִוּקּפִּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δικαίωμα
-
9 δικαίωμα
{сущ., 10}1. заповедь, предписание, устав, постановление;2. праведное дело, справедливый поступок;3. оправдание, праведность.Синонимы: 1343 ( δικαιοσύνη), 1347 ( δικαίωσις).Ссылки: Лк. 1:6; Рим. 1:32; 2:26; 5:16, 18; 8:4; Евр. 9:1, 10; Откр. 15:4; 19:8. LXX: 2706 (קחֺ), 4941 (טָפּשְׁמִ), 6490 (םידִוּקּפִּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δικαίωμα
-
10 δικαίωμα
1. заповедь, предписание, устав, постановление; 2. праведное дело, справедливый поступок; 3. оправдание, праведность; LXX: (חֹק), (מִשְׂפָּט), (פִּקּוּדִים); син. δικαιοσύνη, δικαίωσις.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δικαίωμα
-
11 δικαίωμα
требованиеоправданностьΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δικαίωμα
-
12 δικαίωμα
-ατος + τό N 3 42-22-22-39-15=140 Gn 26,5; Ex 15,25.26; 21,1.9ordinance, decree Gn 26,5; justification, legal right 2 Sm 19,29; justice 1 Kgs 3,28; τὰ δικαιώματα righteous deeds Bar 2,19; custom (semit., rendering MT פטשׁמ) 1 Sm 27,11; rightful due (semit., rendering MT פטשׁמ) 1 Sm 2,13 *Jer 18,19 τοῦ δικαιώματός μου to my justification, to my case-ריבי for MT יריבי to the threats which (my adversaries) utter against me; *Hos 13,1 δικαιώματα precepts-תרת? or-תורות? for MT רתת tremblingCf. LE BOULLUEC 1989, 43; MURAOKA 1991, 210; SPICQ 1982, 146-148; TOV 1976b 539-540; 1990 83-97; →NIDNTT; TWNT -
13 δικαίωμα
[дикэома] ουσ ο право, правомочие. -
14 δικαίωμα
A act of right, opp. ἀδίκημα, Arist.Rh. 1359a25; duty,τὰ πρὸς ἀνθρώπους δ. Ph.2.199
; prop. amendment of a wrong, opp. δικαιοπράγημα, Arist.EN 1135a13: hence,b justification, plea of right, Th.1.41, Isoc. 6.25, Arist.Cael. 279b9, LXX 2 Ki.19.28(29), PLond.2.360.8 (ii A. D.), etc.; δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων, compiled by Arist. for Philip, Harp. s.v. Δρύμος.c pl., pleadings, documents in a suit, OGI13.13 ([place name] Samos), PLille 29.25 (iii B. C.), etc.; also, credentials, BGU113.10 (ii A. D.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαίωμα
-
15 δικαίωμα
droit -
16 δικαίωμα
1) prawo (n) rzecz.2) racja (f) rzecz.3) słuszność (f) rzecz. -
17 δικαίωμα
1) nárok2) právo3) pravý4) přímo5) přímý6) rovný7) správný8) zdravý -
18 δικαίωμα
rightΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δικαίωμα
-
19 δικαιωμάτων
δικαίωμαact of right: neut gen pl -
20 δικαιώμασι
δικαίωμαact of right: neut dat pl
См. также в других словарях:
δικαίωμα — act of right neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — το 1. η αξίωση που είναι σύμφωνη με το νόμο, η δίκαιη απαίτηση: Η στέγη είναι δικαίωμα όλων των πολιτών. 2. παραχώρηση άδειας: Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μου μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… … Dictionary of Greek
δικαιωμάτων — δικαίωμα act of right neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώμασι — δικαίωμα act of right neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώμασιν — δικαίωμα act of right neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώματα — δικαίωμα act of right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώματι — δικαίωμα act of right neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώματος — δικαίωμα act of right neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek