-
1 juger
δικάζω -
2 posuzovat
δικάζω -
3 osądzać
δικάζω -
4 судить
судить 1) δικάζω 2) спорт. κρίνω, είμαι διαιτητής 3) (ο чём-л.) κρίνω* * *1) δικάζω2) спорт. κρίνω, είμαι διαιτητής3) (o чём-л.) κρίνω -
5 судить
сужу, судишь.επιρ. μτχ. судя ρ.δ.1. κρίνω•судить о знаниях учащихся κρίνω τις γνώσεις των μαθητών•
судить по собственному опыту κρίνω από δική μου πείρα•
судить по его словам κρίνω από τα λόγια του.
|| εκτιμώ. || κατακρίνω, επικρίνω, καταδικάζω.2. δικάζω•меня не -ли δε με δίκασαν•
судить преступника δικάζω τον εγκληματία.
3. (αθλτ.) είμαι διαιτητής.4. προκρίνω, προαποφασίζω (για μοίρα, τύχη κ.τ.τ.).εκφρ.-япо... – κρίνοντας απο... судить и рядить; судить да рядить (απλ.) διανοούμαι., διαλογίζομαι, λογιάζω.1. καταφεύγω στο δικαστήριο.2. δικάζομαι.3. κρίνομαι. || σκέπτομαι, διανοούμαι, διαλογίζομαι, συλλογίζομαι. -
6 взятка
η δωροδοκία, разг. το λάδωμαбрать - у δωροδοκούμαι, λαδώνομαι, разг. τα «παίρνω/πιάνω»давать - у δωροδοκώ, λαδώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взятка
-
7 судить
судитьнесов1. δικάζω·2. спорт. κάνω τόν διαιτητή·3. (делать заключение) κρίνω:\судить по внешнему виду κρίνω ἀπό τήν ἐμφάνιση· су́дя по всему́ ὅλα δείχνουν ὅτι· если \судить по его словам ἄν κρίνει κανείς ἀπό τά λεγόμενα του· ◊ \судить и рядить разг συζητώ, ἐξετάζω. -
8 творить
творитьнесов (создавать) δημιουργώ/ κάνω (делать, совершать):\творить новую жизнь δημιουργώ νέα ζωή· \творить добро́ κάνω τό καλό· \творить чудеса κάνω θαύματα· \творить суд уст. ἀπονέμω δικαιοσύνη· \творить суд и расправу κυβερνώ, δικάζω αὐθαίρετα. -
9 judge
1. verb1) (to hear and try (cases) in a court of law: Who will be judging this murder case?) δικάζω2) (to decide which is the best in a competition etc: Is she going to judge the singing competition again?; Who will be judging the vegetables at the flower show?; Who is judging at the horse show?) κρίνω, γνωμοδοτώ3) (to consider and form an idea of; to estimate: You can't judge a man by his appearance; Watch how a cat judges the distance before it jumps; She couldn't judge whether he was telling the truth.) κρίνω4) (to criticize for doing wrong: We have no right to judge him - we might have done the same thing ourselves.) επικρίνω2. noun1) (a public officer who hears and decides cases in a law court: The judge asked if the jury had reached a verdict.) δικαστής2) (a person who decides which is the best in a competition etc: The judge's decision is final (= you cannot argue with the judge's decision); He was asked to be on the panel of judges at the beauty contest.) κριτής3) (a person who is skilled at deciding how good etc something is: He says she's honest, and he's a good judge of character; He seems a very fine pianist to me, but I'm no judge.) κριτής•- judgement- judgment
- judging from / to judge from
- pass judgement on
- pass judgement -
10 try
1. verb1) (to attempt or make an effort (to do, get etc): He tried to answer the questions; Let's try and climb that tree!) προσπαθώ2) (to test; to make an experiment (with) in order to find out whether something will be successful, satisfactory etc: She tried washing her hair with a new shampoo; Try one of these sweets.) δοκιμάζω3) (to judge (someone or their case) in a court of law: The prisoners were tried for murder.) δικάζω4) (to test the limits of; to strain: You are trying my patience.) θέτω σε δοκιμασία2. noun1) (an attempt or effort: Have a try (at the exam). I'm sure you will pass.) απόπειρα, προσπάθεια, δοκιμή2) (in rugby football, an act of putting the ball on the ground behind the opponents' goal-line: Our team scored three tries.) (ράγκμπι)•- trier- trying
- try on
- try out -
11 судить
[σουντίτ"] ρ. δικάζω,' (σπορ) κάνω τον διαιτητή -
12 судить
[σουντίτ"] ρ δικάζω,' (σπορ) κάνω τον διαιτητή -
13 засудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засуженный, -жен, -а, -оρ.σ.μ.(απλ.) δικάζω σε φυλάκιση, καταδικάζω. -
14 присудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. присужденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. (κατά)δικάζω, επιβάλλω ποινή.2. απονέμω, δίνω• βραβεύω•на выставке ему -ли медаль στην έκθεση του έδοσαν μετάλλιο•
жури -ло ему первую премию οι αγωνοδίκες του έδοσαν το πρώτο βραβείο.
-
15 просудить
ρ.σ.μ. παλ..1. ξοδεύω στο δικαστήριο.2. δικάζω, είμαι δικαστής (για ένα χρον. διάστημα).καταξοδεύομαι στα δικαστήρια. -
16 укрывательство
-а ουδ.απόκρυψη•укрывательство кражи απόκρυψη κλοπής;•
укрывательство преступника απόκρυψη εγκληματία•
судить за укрывательство бежавшего из тюрьмы δικάζω για απόκρυψη δραπέτη των φυλακών.
-
17 odhadnout
1) δικάζω2) εκτιμώ3) υπολογίζω -
18 odhadovat
1) δικάζω2) υπολογίζω -
19 odsoudit
1) δικάζω2) καταδικάζω -
20 rozhodovat
1) αποφασίζω2) διαιτητεύω3) δικάζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δικάζω — Bis Acc. pres subj act 1st sg δικάζω Bis Acc. pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζω — δικάζω, δίκασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι … Dictionary of Greek
δικάζω — δίκασα, δικάστηκα, δικασμένος 1. κρίνω κάποιον ως δικαστής, βγάζω απόφαση κρίσης: Όλοι κάποια μέρα θα δικαστούμε για τα έργα της ζωής μας. 2. καταδικάζω κάποιον: Δικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδικασμένα — δικάζω Bis Acc. perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδικασμένᾱ , δικάζω Bis Acc. perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδικασμένᾱ , δικάζω Bis Acc. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζεσθε — δικάζω Bis Acc. pres imperat mp 2nd pl δικάζω Bis Acc. pres ind mp 2nd pl δικάζω Bis Acc. imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζετε — δικάζω Bis Acc. pres imperat act 2nd pl δικάζω Bis Acc. pres ind act 2nd pl δικάζω Bis Acc. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζῃ — δικάζω Bis Acc. pres subj mp 2nd sg δικάζω Bis Acc. pres ind mp 2nd sg δικάζω Bis Acc. pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσουσι — δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd pl (epic) δικάζω Bis Acc. fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δικάζω Bis Acc. fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσουσιν — δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd pl (epic) δικάζω Bis Acc. fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δικάζω Bis Acc. fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσσει — δικάζω Bis Acc. aor subj act 3rd sg (epic) δικάζω Bis Acc. fut ind mid 2nd sg (epic) δικάζω Bis Acc. fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)