-
1 διεξερχομαι
(fut. διεξελεύσομαι, aor. 2 διεξῆλθον, pf. διεξελήλῠθα)1) до конца или насквозь проходить, переходить(χωρίον Her.; ὁδόν Plat., Plut.; ἴσον τόπον Arst.; перен. καθαρῶς τὸν βίον διεξελθεῖν Plat.)
διεξελθεῖν (πολλοὺς) πόνους Soph. — совершить много трудных дел;διεξελθεῖν διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν Thuc. — перепробовать все виды кар;ὡς διεξέλθοι πωλέων τι Her., — закончив продажу чего-л.;διὰ πάντων διεξελθόντες Her. — покончив со всеми;ἀπὸ τῆς ἀρῆς διὰ πάντων ἄχρι τῆς τελευτῆς διεξελθεῖν Dem. — испытать все средства от начала до конца;διεξελθεῖν πάντας φίλους Eur. — подвергнуть испытанию всех друзей2) по порядку или обстоятельно излагать, рассказывать, передавать(τι Her., Plat., Arst., Plut. и περί τινος Plat.)
δ. πρὸς ἑαυτὸν περί τινος Plat. — размышлять о чем-л.3) прочитывать(δὴς τὸ βιβλίον Plut.)
4) ( о времени или событиях) проходить, протекатьπάντα διεξελήλυθεν Dem. — все кончилось;ἥ ἡμέρα διεξηλθεν ἀργή Plut. — (весь) день прошел в бездействии -
2 διεξέρχομαι
(αόρ. διεξήλθον) μετ.1) излагать, подробно рассказывать; 2) рассматривать (вопрос) -
3 διεξέρχομαι
διέρχομαι / διεξ|έρχομαι ['проходить'] 1. идти сквозь; 2. изучать (проблему, книгу) -
4 διεξελευσομαι
fut. к διεξέρχομαι См. διεξερχομαι -
5 αντιδιεξερχομαι
приступать к последовательному опровержению, излагать противоположное мнение -
6 προδιεξερχομαι
1) раньше переходитьὅταν ἀλώπεκες προδιεξέλθωσι Xen. — (заячьи следы спутаны), когда (по ним) уже прошли лисицы
2) подвергать сначала обозрению, предварительно обозревать(τι Aeschin.)
См. также в других словарях:
διεξέρχομαι — go through pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξέρχομαι — (AM διεξέρχομαι) [εξέρχομαι] 1. διαβαίνω, περνώ ανάμεσα 2. (για βιβλία, έγγραφα κ.λπ.) μελετώ απ την αρχή ώς το τέλος 3. διαπραγματεύομαι ένα θέμα με κάθε λεπτομέρεια μσν. υποστηρίζω αρχ. 1. υπομένω πόνους 2. (με την προθ. δια) α) περνώ διαδοχικά … Dictionary of Greek
διεξέλθω — διεξέρχομαι go through aor subj act 1st sg διεξέρχομαι go through aor subj act 1st sg διεξέρχομαι go through aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξέλθῃ — διεξέρχομαι go through aor subj mid 2nd sg διεξέρχομαι go through aor subj act 3rd sg διεξέρχομαι go through aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέξελθε — διεξέρχομαι go through aor imperat act 2nd sg διεξέρχομαι go through aor ind act 3rd sg (homeric ionic) διεξέρχομαι go through aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξεληλυθότα — διεξέρχομαι go through perf part act neut nom/voc/acc pl διεξέρχομαι go through perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξεληλύθειν — διεξέρχομαι go through perf inf act (epic) διεξέρχομαι go through plup ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξελθόν — διεξέρχομαι go through aor part act masc voc sg διεξέρχομαι go through aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξελθόντα — διεξέρχομαι go through aor part act neut nom/voc/acc pl διεξέρχομαι go through aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξελθόντων — διεξέρχομαι go through aor part act masc/neut gen pl διεξέρχομαι go through aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξελήλυθε — διεξέρχομαι go through perf imperat act 2nd sg διεξέρχομαι go through perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)