Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διενεργώ

  • 1 διενεργώ

    [диэнэрго] р. производить, вызывать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διενεργώ

  • 2 проводить

    1. (возглавлять) οδηγώ, καθοδηγώ, ηγούμαι 2. (осуществлять) εκτελώ, διενεργώ, διεξάγω 3. (строить, прокладывать) κατασκευάζω, εγκαθιστώ 4. (чертить) χαράσσω, χαράζω 5. (чем-л. по чему-л.) περνώ 6. (вести) οδηγώ, φέρω 7. физ. (тепло и т.п.) μεταβιβάζω 8. (бухг.) εγγράφω, καταχωρίζω, καταχωρώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проводить

  • 3 расследовать

    1. (подвергать рассмотрению, изучению, исследованию) εξετάζω, ερευνώ 2. (производить следствие) ανακρίνω, διενεργώ ανάκριση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расследовать

  • 4 проводить

    проводить I
    несов
    1. (вести) ὁδηγώ, πηγαίνω κάποιον, φέρω:
    \проводить кратчайшим путем ὁδηγώ ἀπό τόν συντομώτερο δρό· μο· \проводить суда через льды περνώ τά πλοία ἀνάμεσα στους πάγους·
    2. (чем-л. по чему-л.) περνώ·
    3. (линию и т. ἡ.) χαράζω, χαράσσω, τραβώ:
    \проводить черту́ τραβώ γραμμή, χαρακώνω, χαράσσω γραμμή·
    4. (прокладывать, строить) κατασκευάζω, ἐγκαθιστώ:
    \проводить электричество в дом κάνω ἡλεκτρική ἐγκατάσταση στό σπίτι· \проводить железную дорогу κατασκευάζω σιδηροδρομική γραμμἤ
    5. (выполнять, осуществлять) ἐκτελώ, διενεργώ, διεξάγω:
    \проводить большую работу ἐκτελώ μεγάλη ἐργασία· \проводить опыты κά(μ)νω πειράματα· \проводить собрание διεξάγω συνεδρίαση· \проводить мысль (идею) ἀναπτύσσω γνώμη (ιδέα)· \проводить каку́ю-л. линию перен ἐφαρμόζω κάποια γραμμή· \проводить в жизнь πραγματοποιώ στή ζωή·
    6. (добиваться утверждения) ψηφίζω·
    7. (время и т. п.) διάγω, περνώ:
    весело \проводить праздник περνώ εὐθυμα τή γιορτή·
    8. физ. (тепло и т. п.) μεταβιβάζω·
    9. бухг. ἐγγράφω, καταχωρίζω:
    \проводить по книгам περνώ εἰς τό κατάστιχο.
    проводить II сов см. провожать. проводка ж
    1. (действие) ἡ ἐγκατάσταση·
    2. (провода) τά σύρματα.

    Русско-новогреческий словарь > проводить

  • 5 расследовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. εξετάζω• ερευνώ:. расследовать вопрос εξετάζω το ζήτημα.
    2. ανακρίνω, κάνω (διενεργώ) ανάκριση•

    -преступление κάνω ανάκριση για το έγκλημα.

    Большой русско-греческий словарь > расследовать

См. также в других словарях:

  • διενεργώ — διενεργώ, διενήργησα και διενέργησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διενεργώ — (AM διενεργῶ, έω) [ενεργώ] διεξάγω ολοκληρώνοντας ορισμένη διαδικασία …   Dictionary of Greek

  • διενεργώ — διενέργησα, ολοκληρώνω, τελειώνω μια ενέργεια, διεξάγω: Διενεργούνται ανακρίσεις από την αστυνομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξειδικεύω — διενεργώ εξειδίκευση …   Dictionary of Greek

  • αδιενέργητος — η, ο [διενεργώ] αυτός που δεν έχει διενεργηθεί, που δεν έχει διεξαχθεί, εκκρεμής …   Dictionary of Greek

  • αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • διενέργεια — η [διενεργώ] διεξαγωγή, εκτέλεση σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία («διενέργεια εκλογών») …   Dictionary of Greek

  • διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ …   Dictionary of Greek

  • εγχειρώ — (AM ἐγχειρῶ, έω) νεοελλ. διενεργώ εγχείρηση αρχ. μσν. 1. βάζω το χέρι μου πάνω σε κάποιον ή κάτι 2. επιχειρώ αρχ. 1. επιτίθεμαι 2. αρχίζω θεραπεία …   Dictionary of Greek

  • ενυδατώνω — 1. χημ. διενεργώ ή επιφέρω ενυδάτωση 2. (για καλλυντικό) αυξάνω την ποσότητα νερού στα κύτταρα τού δέρματος …   Dictionary of Greek

  • κατασκοπεύω — (AM κατασκοπεύω) [κατάσκοπος] παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός νεοελλ. διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»