-
1 διδασκαλια
ἥ1) преподавание, обучение Pind., Xen., Plat., Arst.διδασκαλίαν ποιεῖσθαι и παρέχειν Thuc. — поучать, (наглядно) показывать
2) театр. разучивание, постановка(τῶν χορῶν Plat., Plut.)
3) сценическая игра(τὰ μὲν ἄνευ διδασκαλίας - τὰ δ΄ ἐν τῷ λόγῳ Arst.)
4) трагедия(τοῦ Σοφοκλέους Plut.)
5) драматическая тетралогия ( трагическая трилогия и сатирическая драма) Plut.6) pl. дидаскалии (хронологический перечень драматических произведений, их авторов, постановок и проч.) Diog.L. -
2 διδασκαλία
η1) преподавание, обучение; 2) руководство, наставление; 3) поучение; инструкция; 4) учение;διδασκαλία τοό Λένιν — учение Ленина;
5) театр, постановка (действие) -
3 διδασκαλία
ἡ διδαχή / ἡ διδασκαλία учение -
4 διδασκαλία
{сущ., 21}1. учение, доктрина, наставление;2. преподавание, обучение, учительство.Ссылки: Мф. 15:9; Мк. 7:7; Рим. 12:7; 15:4; Еф. 4:14; Кол. 2:22; 1Тим. 1:10; 4:1, 6, 13, 16; 5:17; 6:1, 3; 2Тим. 3:10, 16; 4:3; Тит. 1:9; 2:1, 7, 10.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διδασκαλία
-
5 διδασκαλία
{сущ., 21}1. учение, доктрина, наставление;2. преподавание, обучение, учительство.Ссылки: Мф. 15:9; Мк. 7:7; Рим. 12:7; 15:4; Еф. 4:14; Кол. 2:22; 1Тим. 1:10; 4:1, 6, 13, 16; 5:17; 6:1, 3; 2Тим. 3:10, 16; 4:3; Тит. 1:9; 2:1, 7, 10.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διδασκαλία
-
6 διδασκαλία
учениеδιδασκαλίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διδασκαλία
-
7 διδασκαλίᾳ
ученииучением учению [к] учению διδασκαλίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διδασκαλίᾳ
-
8 διδασκαλία
1. учение, доктрина, наставление; 2. преподавание, обучение, учительство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διδασκαλία
-
9 διδασκαλία
[дндаскалиа] ουσ θ обучение, преподавание. -
10 διδασκαλιον
-
11 παραδοσις
- εως ἥ1) передача, вручение(τοῦ σκήπτρου Thuc.; τῶν χρημάτων Arst.; τῆς βασιλείας Plut.)
2) преподавание, передача учения(διδασκαλία καὴ π. Plat.)
3) сдача (неприятелю)(τῆς πόλεως Thuc., Polyb.)
4) учение, предание(εἰς μνήμην καὴ παράδοσιν ἄγειν τινί τι Polyb.; παραβαίνειν τέν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων NT.)
-
12 παρακολουθεω
1) идти рядом, сопровождать, следовать(τινι Arph., Plat. etc.)
2) следовать, повиноваться(τῇ διδασκαλίᾳ NT.)
3) проходить (простираться, тянуться) вдольδι΄ ὅλης τῆς ἱππικῆς παρακολουθεῖ Xen. — (это правило) является общим для верховой езды4) внимательно следить, исследовать(νοσήματι Plat.; τοῖς πράγμασιν Dem.; πᾶσιν ἀκριβῶς NT.)
5) понимать, постигать(ταῖς πράξεσιν Polyb.)
6) лог., филос. быть (тесно) связанным, относиться(τινι Arst.)
-
13 υποδειγματικος
-
14 εποπτικός
-
15 προπαιδευτικούς
η, ό[ν] 1. подготовительный; подготавливающий к обучению;προπαιδευτικούςή διδασκαλία — подготовительное обучение;
2. (η) пропедевтика (наука) -
16 υλιστικός
-
17 διδαχή
ἡ διδαχή / ἡ διδασκαλία учение -
18 αιρετικός
αιρετικός, -ή, -ό1) еретический:αιρετικό δόγμα — еретический догмат;
2) ο еретик; сектант:οι αιρετικοί — еретики, сектанты
-
19 θεϊκός
θεϊκός, -ή, -όбожий, божеский, божественный: -
20 ορθόδοξος
ορθόδοξος, -η, -ο1) православный:ορθόδοξη παράδοση — православное предание;
2) Ορθόδοξη / Ορθόδοξος Εκκλησία η — Православная Церковь – Единая, Святая, Соборная и Апостольская Церковь, которая под руководством Духа Святого неизменно правильно и славно сохраняет учение Иисуса Христа
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διδασκαλία — διδασκαλίᾱ , διδασκαλία teaching fem nom/voc/acc dual διδασκαλίᾱ , διδασκαλία teaching fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… … Dictionary of Greek
διδασκαλίᾳ — διδασκαλίαι , διδασκαλία teaching fem nom/voc pl διδασκαλίᾱͅ , διδασκαλία teaching fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλία — η 1. η μετάδοση γνώσεων από δάσκαλο σε μαθητή, η διδαχή: Η διδασκαλία των αρετών της ζωής είναι δύσκολο έργο. 2. το σύνολο των διδαγμάτων ενός φιλοσοφικού συστήματος ή μιας θρησκείας: Η διδασκαλία του Σωκράτη είναι η γνωστότερη της αρχαιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδασκάλια — διδασκάλιον thing taught neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδελφική Διδασκαλία — Φυλλάδιο του Αδ. Κοραή, που κυκλοφόρησε ανώνυμα στο Παρίσι (1798). Ο πλήρης τίτλος του είναι Αδελφική Διδασκαλία προς τους ευρισκομένους κατά πάσαν την Οθωμανικήν επικράτειαν Γραικούς, εις αντίρρησιν κατά της ψευδωνυμίας εν ονόματι του… … Dictionary of Greek
Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι … Dictionary of Greek
διδασκαλίας — διδασκαλίᾱς , διδασκαλία teaching fem acc pl διδασκαλίᾱς , διδασκαλία teaching fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλίαι — διδασκαλία teaching fem nom/voc pl διδασκαλίᾱͅ , διδασκαλία teaching fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαβισμός — Διδασκαλία του Βαβ (βλ. λ.) και των διαδόχων του. Περιέχεται σε δύο βιβλία, το Μπαγιάν (Έκθεση) και το Κιτάπ ι Ακντάς (Υπεράγιο βιβλίο). Πρόκειται για μεταρρυθμιστική διδασκαλία του ισλαμισμού, που διατυπώθηκε με διάθεση κριτικής κατά του… … Dictionary of Greek
διδασκαλίαν — διδασκαλίᾱν , διδασκαλία teaching fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)