-
1 διδακτικός
[дидактикос] εκ. относящийся к обучению, учебный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διδακτικός
-
2 учебный
учебный σχολικός, διδακτικός; \учебныйое пособие το διδακτικό βιβλίο* * *σχολικός, διδακτικόςуче́бное посо́бие — το διδακτικό βιβλίο
-
3 дидактика
(отдел педагогики) η διδακτικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дидактика
-
4 преподаватель
ο καθηγητής, ο διδάσκων- ница η καθηγήτρια, η διδάσκουσα-ский καθηγητικός, διδακτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преподаватель
-
5 воспитательный
воспи́т||ательныйприл παιδαγωγικός, ἀναμορφωτικός, διαπαιδαγωγητικός, διδακτικός. -
6 наставительный
наставительныйприл διδακτικός, συμβουλευτικός:\наставительный тон τό συμβουλευτικό ὕφος. -
7 поучительный
поуч||ительныйприл διδακτικός:\поучительныййтель-ная книга τό ὠφέλιμο βιβλίο. -
8 учебный
учебн||ыйприл1. σχολικός, διδακτικός:\учебный год τό σχολικό[ν] ἔτος· \учебныйые пособия τά σχολικά βιβλία· \учебныйые часы οἱ \учебный ὠρες μαθημάτων \учебныйые занятия τά μαθήματα· \учебный предмет τό διδασκόμενο μάθημα· \учебныйая программа τό σχολικό πρόγραμμα· \учебныйая часть τό τμήμα σπουδών· \учебныйое заведение τό ἐκπαιδευτικό ίδρυμα·2. (тренировочный) ἐκπαιδευτικός:\учебный батальон τό ἐκπαιδευτικό[ν] τάγμα· \учебныйое судно τό ἐκπαιδευτικόν πλοΐον \учебный полет ἡ ἐκπαιδευτική πτήση. -
9 наставительный
[νασταβίπλ'νυΐί] εκ. διδακτικός, συμβουλευτικός -
10 учебный
[ουτσιέμπνυϊ] εκ. σχολικός, διδακτικός -
11 наставительный
[νασταβίπλ'νυϊ] επ διδακτικός, συμβουλευτικός -
12 учебный
[ουτσιέμπνυϊ] επ σχολικός, διδακτικός -
13 академический
επ.1. ακαδημαϊκός, της Ακαδημίας.2. διδακτικός•академический год ακαδημαϊκό ή πανεπιστημιακό έτος.
3. θεωρητικός•академический спор ακαδημαϊκή συζήτηση.
εκφρ.академический театр – ακαδημαϊκό θέατρο. -
14 дидактический
επ.1. διδακτικός, της διδακτικής•-ие принципы διδακτικές αρχές.
2. ηθοπλαστικός. -
15 назидательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноδιδακτικός• νουθετικός• παραινετικός. -
16 наставительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноδιδακτικός, συμβουλευτικός, παραινετικός, νουθετικός. -
17 поучительный
επ.διδακτικός της διδαχής. || παραινετικός, συμβουλευτικός, συστατικός. -
18 учебный
επ.διδακτικός• σχολικός•-ая программа σχολικό πρόγραμμα•
учебный материал η διδακτική ύλη•
учебный предмет физики το μάθημα της φυσικής•
учебный год σχολικός χρόνος•
учебный час η-διδακτική ώρα•
-ые методы διδακτικές μέθοδες•
-ое пособие διδακτικό βοήθημα.
|| εκπαιδευτικός•-ая стрельба εκπαιδευτική βολή•
-ое заведение εκπαιδευτικό ίδρυμα•
-ое судно εκπαιδευτικό σκάφος•
-ые патроны εκπαιδευτικά φυσίγγια.
-
19 учительный
επ.1. ικανός για διδασκαλία.2. διδακτικός•-ые книги διδακτικά βιβλία.
-
20 часть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. μέρος (του όλου), τμήμα•часть долга μέρος του χρέους•
часть здания τμήμα του κτιρίου.
2. μέλος•часть тела μέλος του σώματος.
3. το μερίδιο, το μερτικό•я взял свою часть εγώ πήρα το μερίδιο μου.
4. το εξάρτημα•частьи часов τα μέρη του ωρολογίου•сборка -ей συναρμολόγηση των μερών•
часть запасныечастьи τα ανταλλακτικά.
5. η πλευρά•художественная часть произведения το καλλιτεχνικό μέρος του έργου.
6. μέρος(υποδιαίρεση)•роман в пяти -ях с эпилогом μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο.
7. τμήμα, τομέας•часть санитарная -υγειονομικό τμήμα•
учебная часть διδακτικός τομέας•
хозяйственная часть οικονομικός τομέας.
8. (στρατ.) τμήμα•пехотныечастьи τμήματα πεζικού.
9. τμήμα πόλης.10. αστυνομικό τμήμα.11. παλ. η τύχη.εκφρ.в тойчастьи – σ αυτόν το βαθμό•почастьи ή вчастьи – σχετικά, σε σχέση (με)•львиная часть – η μερίδα του λιονταριού-частьи речи (γραμμ.) τα μέρη του λόγου•часть благую часть избрать – παλ. μτφ. παίρνω την καλύτερη απόφαση (ευβουλία)- войти ή вступить в -•, быть вчастьи παίρνω μέρος, συμμετέχω•разрываться начастьи – γίνομαι κομμάτια (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)•рвать начастьи – ενοχλώ με διάφορα ζητήματα.
См. также в других словарях:
διδακτικός — apt at teaching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικός — ή, ό (Α ός, ή, όν) [διδάσκω] αυτός που αναφέρεται στη διδασκαλία νεοελλ. 1. αυτός που προορίζεται ή προσφέρεται για διδασκαλία («διδακτικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η διδακτική* αρχ. ο ικανός να διδάσκει … Dictionary of Greek
διδακτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη διδασκαλία: Έγινε συνέλευση του διδακτικού προσωπικού του σχολείου. 2. αυτός που δίνει διδάγματα: Η ιστορία που μας είπες ήταν πολύ διδακτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδακτικά — διδακτικός apt at teaching neut nom/voc/acc pl διδακτικά̱ , διδακτικός apt at teaching fem nom/voc/acc dual διδακτικά̱ , διδακτικός apt at teaching fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικῶν — διδακτικός apt at teaching fem gen pl διδακτικός apt at teaching masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικόν — διδακτικός apt at teaching masc acc sg διδακτικός apt at teaching neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικοῖς — διδακτικός apt at teaching masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικοί — διδακτικός apt at teaching masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικοῦ — διδακτικός apt at teaching masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικούς — διδακτικός apt at teaching masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικῇ — διδακτικός apt at teaching fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)