Перевод: со всех языков на греческий

διαϑήκας

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • διαθήκας — διαθήκᾱς , διαθήκη disposition fem acc pl διαθήκᾱς , διαθήκη disposition fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνώ — (Α και κακοτεχνῶ, έω) [κακότεχνος] νεοελλ. 1. κατασκευάζω κάτι κακότεχνα 2. μιμούμαι άτεχνα έργο τέχνης αρχ. 1. ενεργώ με δόλο και πονηρία, μεταχειρίζομαι κακά τεχνάσματα, είμαι πανούργος («κακοτεχνῶν δὲ φαίνει περὶ τὰς διαθήκας», Δημοσθ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκευοποιώ — έω, Α [σκευοποιός] 1. παρασκευάζω κάτι με τέχνη, με πανουργία, με ευφυΐα (α. «σκευοποιεῑν τὰς ὄψεις» λεγόταν για τις γυναίκες που έβαφαν τα πρόσωπά τους, Αλεξ. β. «σκευοποιεῑν διαθήκας» το να γράφει κανείς πλαστή διαθήκη, Ισαί.) 2. (το παθ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»