Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαψεύδω

  • 1 διαψεύδω

    [диапсэвдо] р. изобличать во лжи, опровергать

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαψεύδω

  • 2 опровергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ.:опроверг
    -ла, -ло
    ρ.σ.μ.
    διαψεύδω, ανασκευάζω, αντικρούω•

    опровергнуть слухи διαψεύδω τις φήμες•

    -доказательство αντικρούω το επιχείρημα•

    свидетельство ανασκευάζω τη μαρτυρία•

    опровергнуть самого себя διαψεύδω τον ίδιο τον εαυτό μου.

    || αναιρώ, ανατρέπω•

    опровергнуть возведнное обвинение αναιρώ την αποδιδόμενη κατηγορία.

    Большой русско-греческий словарь > опровергнуть

  • 3 опровергать

    опровергать, опровергнуть διαψεύδω· αποκρούω (обвинение)
    * * *
    = опровергнуть
    διαψεύδω; αποκρούω ( обвинение)

    Русско-греческий словарь > опровергать

  • 4 опровержение

    опровержение с η διάψευση, дать \опровержение κάνω διάψευση, διαψεύδω
    * * *
    с
    η διάψευση

    дать опроверже́ние — κάνω διάψευση, διαψεύδω

    Русско-греческий словарь > опровержение

  • 5 опровергать

    опровергать
    несов, опровергнуть сов διαψεύδω, ἀναιρώ, ἀνασκευάζω:
    \опровергать слухи διαψεύδω τίς φήμες· \опровергать возведенное обвинение ἀναιρῶ τήν κατηγορία· \опровергать ложь ἀναιρώ τό ψεῦδος· \опровергать доводы противника ἀνασκευάζω τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου· \опровергать самого́ себя φάσκω καί ἀντιφάσκω.

    Русско-новогреческий словарь > опровергать

  • 6 надежда

    надежд||а
    ж ἡ ἐλπίδα [-ίς], ἡ προσδοκία:
    возлаги́ть \надеждау на что-л. στηρίζω τίς ἐλπίδες μου κάπου· питать \надеждау τρέφω τήν ἐλπίδα· подавать \надеждаы ὑπόσχομαι πολλά· не оправдать надежд διαψεύδω τίς προσδοκίες· последняя \надежда ἡ τελευταία ἐλπίδα· в \надеждае μέ τήν ἐλπίδα πώς.., ἐλπίζοντας.

    Русско-новогреческий словарь > надежда

  • 7 обмануть

    обмануть
    сов см. обманывать-\обмануть ожидания διαψεύδω τίς προσδοκίες.

    Русско-новогреческий словарь > обмануть

  • 8 ожидание

    ожида́||ние
    с ἡ ἀναμονή, ἡ προσμονή / ἡ προσδοκία, ἡ ἐλπίς (надежда):
    сверх всякого \ожиданиения ἀνώτερο πάσης προσδοκίας· обмануть \ожиданиения διαψεύδω τις προσδοκίες· в \ожиданиении περιμένοντας, ἐν ἀναμονή· в \ожиданиении скорого ответа ἐν ἀναμονή ταχείας ἀπαντήσεως· ◊ зал \ожиданиения ἡ αίθουσα ἀναμονής.

    Русско-новогреческий словарь > ожидание

  • 9 опреснительныйабзтаб[απρισνίτιλ'νυϊ] εκ. της αφαλάτωσης

    [απραβιργκάτ'] ρ. διαψεύδω

    Русско-греческий новый словарь > опреснительныйабзтаб[απρισνίτιλ'νυϊ] εκ. της αφαλάτωσης

  • 10 опровергать

    [απραβιργκάτ'] ρ. διαψεύδω

    Русско-греческий новый словарь > опровергать

  • 11 опреснительныйабзтаб[απρισνίτιλ'νυϊ] επ της αφαλάτωσης

    [απραβιργκάτ'] ρ διαψεύδω

    Русско-эллинский словарь > опреснительныйабзтаб[απρισνίτιλ'νυϊ] επ της αφαλάτωσης

  • 12 опровергать

    [απραβιργκάτ'] ρ διαψεύδω

    Русско-эллинский словарь > опровергать

  • 13 вода

    -ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.
    1. νερό, ύδωρ•

    дождевая вода βρόχινο νερό•

    морская вода θαλασσινό νερό•

    колодезная вода πηγαδίσιο νερό•

    речная ποταμίσιο νερό•

    проточная вода τρεχούμενο νερό•

    стоячая вода στάσιμο νερό•

    родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•

    питьевая вода πόσιμο νερό•

    минеральная вода μεταλλικό νερό•

    пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•

    грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•

    жесткая вода γλι-φό νερό•

    мягкая вода ελαφρό νερό.

    2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•

    государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•

    территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.

    εκφρ.
    желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•
    седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•
    темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•
    холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•
    лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•
    толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•
    - ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•
    тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•
    много ή немало, столькоκ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•
    набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•
    выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•
    как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια).

    Большой русско-греческий словарь > вода

  • 14 обмануть

    -ану, -анешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обманутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. απατώ, εξαπατώ, (ξε)γελώ•

    обмануть покупателя απατώ (κλέβω) τον αγοραστή•

    я -ул его первого апреля τον γέλασα την πρωταπριλιά•

    не -ешь не продашь αν δεν ξεγελάσεις δεν πουλάς.

    || μτφ. διαψεύδω, ματαιώνω•

    он -ул е надежды, ожидания αυτός διέψευσε τις ελπίδες, τις προσδοκίες της.

    2. (για συζυγούς) απατώ.
    3. (για κόρη) παραπλανώ, αποπλανώ, εξαπατώ.
    1. απατώμαι, εξαπατώμαι, (ξε) γελιέμαι, την παθαίνω, την πατώ, πιάνομαι, κορόιδο, πέφτω θύμα απάτης.
    2. (για ελπίδες κ.τ.τ.) διαψεύδομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обмануть

  • 15 парировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. αποκρούω•

    парировать удары противника αποκρούω τα χτυπήματα του αντίπαλου.

    2. μτφ. διαψεύδω, ανασκευάζω•

    парировать доводы αποκρούω τα επιχειρήματα.

    αποκρούομαι.

    Большой русско-греческий словарь > парировать

  • 16 подкачать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкачанный, βρ: -чан, -а, -о.
    1. μ. αντλώ ακόμα,
    2. παλ. διαψεύδω τις ελπίδες, ντροπιάζω. || βλάπτω χαλνώ.

    Большой русско-греческий словарь > подкачать

См. также в других словарях:

  • διαψεύδω — διαψεύδω, διέψευσα βλ. πίν. 128 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαψεύδω — (ΑΝ) αποδεικνύω κάτι ως ψευδές ή κάποιον ως ψεύτη νεοελλ. εκ τών πραγμάτων αποδεικνύω ως αστήρικτο αρχ. 1. απατώ, γελώ 2. αρνούμαι 3. (με γεν.) (για πρόσ. και πράγματα) απατώμαι, πλανώμαι …   Dictionary of Greek

  • διαψεύδω — διάψευσα και διέψευσα, διαψεύστηκα, διαψευσμένος 1. αποδεικνύω ότι κάποιος ψεύδεται ή ότι κάτι είναι ψεύτικο: Ο συνήγορός του διέψευσε όλες τις κατηγορίες. 2. αποδεικνύω ότι κάτι δε στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα: Οι ελπίδες που έτρεφε για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαψεύδῃ — διαψεύδω deceive pres subj mp 2nd sg διαψεύδω deceive pres ind mp 2nd sg διαψεύδω deceive pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεψευσμένα — διαψεύδω deceive perf part mp neut nom/voc/acc pl διεψευσμένᾱ , διαψεύδω deceive perf part mp fem nom/voc/acc dual διεψευσμένᾱ , διαψεύδω deceive perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεψεύσθην — διαψεύδω deceive plup ind mp 3rd dual διαψεύδω deceive aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) διαψεύδω deceive aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψευδόμεθα — διαψεύδω deceive pres ind mp 1st pl διαψεύδω deceive imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψευδόμενον — διαψεύδω deceive pres part mp masc acc sg διαψεύδω deceive pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψευσαμένων — διαψεύδω deceive aor part mid fem gen pl διαψεύδω deceive aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψευσθέντα — διαψεύδω deceive aor part pass neut nom/voc/acc pl διαψεύδω deceive aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψευσάμενον — διαψεύδω deceive aor part mid masc acc sg διαψεύδω deceive aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»