-
1 διαχυτικός
[диахитикос] εκ. общительный, экспансивный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαχυτικός
-
2 приветливый
приветлив||ыйприл πρόσχαρος, διαχυτικός, ἀνοιχτόκαρδος, φιλοφρονητικός / φιλικός (дружелюбный). -
3 экспансивный
экспанси́вн||ыйприл διαχυτικός. -
4 диффузионный
επ.διαχυτικός. -
5 экспансивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно; διαχυτικός• ανοιχτόκαρδος• ευπροσήγορος.
См. также в других словарях:
διαχυτικός — able to dissolve masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικός — ή, ό (Α ός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάχυση ή στις διαχύσεις 2. συναισθηματικός, ανοιχτόκαρδος αρχ. ο ικανός για διάχυση* … Dictionary of Greek
διαχυτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκδηλώνει με μεγάλη θέρμη συναισθήματα φιλίας, αγάπης και χαράς, ο ανοιχτόκαρδος: Η γυναίκα του είναι πάντα διαχυτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαχυτικά — διαχυτικός able to dissolve neut nom/voc/acc pl διαχυτικά̱ , διαχυτικός able to dissolve fem nom/voc/acc dual διαχυτικά̱ , διαχυτικός able to dissolve fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικόν — διαχυτικός able to dissolve masc acc sg διαχυτικός able to dissolve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικοί — διαχυτικός able to dissolve masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικῆς — διαχυτικός able to dissolve fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτική — διαχυτικός able to dissolve fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικήν — διαχυτικός able to dissolve fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικῷ — διαχυτικός able to dissolve masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάθερμος — η, ο (Α διάθερμος, ον) 1. διάπυρος, υπέρθερμος 2. ένθερμος, υπερενθουσιώδης, διαχυτικός αρχ. αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία ή ευέξαπτο χαρακτήρα … Dictionary of Greek