Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαχειρίζομαι

  • 1 διαχειρίζομαι

    [диахириэомэ] р.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαχειρίζομαι

  • 2 хозяйничать

    хозяйничать 1) (по дому ) κρατώ το νοικοκυριό 2) (распоряжаться) διαχειρίζομαι, διοικώ, διαφεντεύω
    * * *
    1) ( по дому) κρατώ το νοικοκυριό
    2) ( распоряжаться) διαχειρίζομαι, διοικώ, διαφεντεύω

    Русско-греческий словарь > хозяйничать

  • 3 вести

    вести́
    несов
    1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:
    \вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:
    \вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·
    3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:
    \вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·
    4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:
    \вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·
    5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:
    \вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·
    6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:
    дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·
    7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:
    это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > вести

  • 4 заведовать

    -дую, -дуешь
    κ. παλ. заве-дывать
    ρ.δ. καθοδηγώ• διευθύνω• διαχειρίζομαι•

    заведовать складом διαχειρίζομαι αποθήκη•

    учреящением διευθύνω ίδρυμα•

    заведовать хозяйственным отделом διευθύνω τον οικονομικό τομέα.

    Большой русско-греческий словарь > заведовать

  • 5 управлять

    -яю, -яешь μτχ. ενστ. управляющий, παθ. μτχ. ενστ. управлюемый, βρ: -ляем, -а, -о
    ρ.δ. (με οργν.).
    1. διευθύνω, οδηγώ•

    управлять автомобилем οδηγώ το αυτοκίνητο•

    управлять судном πηδαλιουχώ (τιμονιάρω) σκάφος.

    || χειρίζομαι•

    управлять кистью χειρίζομαι το πινέλο.

    || διευθύνω, κουμαντάρω• κανονίζω.
    2. διοικώ• κυβερνώ-διευθύνω•

    управлять государством κυβερώ το κράτος•

    управлять страной κυβερνώ τη χώρα•

    управлять заводом διευθύνω το εργοστάσιο.

    || διαχειρίζομαι•

    управлять хозяйством διαχειρίζομαι το νοικοκυριό ή την οικονομία.

    || εξουσιάζω•

    безумным человеком -ют страсти τον ανόητο άνθρωπο τον κυβερνούν τα πάθη.

    3. (γραμμ.) καθορίζω, απαιτώ• θέλω•

    переходные глаголы -ют винительными падежом τα μεταβατικά ρήματα θέλουν το αντικείμενο σε αιτιατική πτώση.

    1. διευθύνομαι, οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. βλ. управиться.

    Большой русско-греческий словарь > управлять

  • 6 ведать

    ведать
    несов
    1. (знать) уст. γνωρίζω, ξέρω·
    2. (заведовать) διευθύνω, διοικώ, διαχειρίζομαι/ κυβερνώ (управлять).

    Русско-новогреческий словарь > ведать

  • 7 ворочать

    ворочать
    несов
    1. (двигать с места) κινῶ, μετακινώ, μετατοπίζω·
    2. (поворачивать) στριφογυρίζω κάτι·
    3. (распоряжаться, управлять) разг διοικώ, διαχειρίζομαι:
    \ворочать делами διευθύνω μεγάλες ὑποθέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > ворочать

  • 8 заведованиеть

    заведование||ть
    несов διαχειρίζομαι, διευθύνω.

    Русско-новогреческий словарь > заведованиеть

  • 9 управлять

    управлять
    несов
    1. (машиной, механизмом) ὁδηγώ, κυβερνώ:
    \управлять рулем πη-δαλιουχώ·
    2. (руководить) κυβερνώ, διοικώ/ διευθύνω (учреждением)! διαχειρίζομαι (делами)·
    3. г рам. συντάσσομαι.

    Русско-новогреческий словарь > управлять

  • 10 хозяйничать

    хозяй||ничать
    несов
    1. (вести домашнее хозяйство) ἀσχολοῦμαι μέ τό νοικοκυριό·
    2. (распоряжаться) διευθύνω, διαχειρίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > хозяйничать

  • 11 ведать

    ρ.δ.
    1. μ. παλ. γνωρίζω, ξέρω•

    он не -ет, что говорит αυτός δεν ξέρει, τι λέει.

    2. μτφ. παλ. αισθάνομαι, νοιώθω•

    ведать любовь αισθάνομαι αγάπη.

    3. (με οργν.) διοικώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι, κουμαντάρω•

    ведать он не -ет να κουμαντάρει, δεν ξέρει.

    σχετίζομαι, συνδέομαι με υποθέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > ведать

  • 12 вершить

    -шу, -шишь ρ.δ. ц.
    1. λύνω, λύω•

    трудные вопросы λύνω δύσκολα ζητήματα.

    2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, ρυθμίζω•

    вершить судьбами ρυθμίζω τις τύχες.

    3. κορυφώνω, υψώνω•

    вершить стог κορυφώνω, φτιάχνω τήν κορυφή της θημωνιάς•

    -дом χτίζω την κορυφή (την τελευταία σειρά) του σπιτιού.

    1. διεξάγομαι, γίνομαι, πραγματοποιούμαι•

    дела -атся и без него οι δουλιές γίνονται και χωρίς αυτόν.

    2. κορυφώνομαι, υψώνομαι ως την κορυφή.

    Большой русско-греческий словарь > вершить

  • 13 ворочать

    ρ.δ.
    1. μ. μετακινώ, στρέφω, γυρνώ, κυλώ• μετακινώ κυλώντας•

    с трудом -ет камни με δυσκολία μετακινεί τις πέτρες.

    2. μτφ. διαχειρίζομαι, κουμαντάρω, διοικώ όπως θέλω.
    3. μτψ. γυρίζω, περιστρέφω.
    1. γυρίζω, γυρνώ από το ένα μέρος στο άλλο, στριφογυρίζω•

    он всю ночь -лся и не мог, спать αυτός όλη τη νύχτα στριφογύριζε και δε μπορούσε νά κοιμηθεί.

    2. κινούμαι, κουνιέμαι,’ δρω, ενεργώ δραστήρια•

    эй -айтесь, надо ведь работать ε, κουνηθείτε, πρέπει να βγει και δουλιά.

    Большой русско-греческий словарь > ворочать

  • 14 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 15 крутить

    кручу, крутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крученный
    -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. περιστρέφω, γυρίζω•

    крутить ручку шарманки φέρνω γύρα τη λαβή της λατέρνας.

    2. μτφ. στρίβω, συστρέφω, κλώθω γνέθω•

    крутить пряжу γνέθω κλωστή•

    крутить папиросу, сигарку στρίβω τσιγάρο•

    крутить ус στρίβω το μουστάκι•

    крутить голову στρέφω (γυρίζω) το κεφάλι.

    3. στροβιλίζω•

    ветер -ил пыль ο άνεμος στροβίλιζε τη σκόνη•

    начинает позёмка αρχίζει να χιονοστροβιλίζει.

    4. διευθύνω, διαχειρίζομαι•

    она им -ит, как хочет αυτή τον κάνει όπως θέλει.

    5. στρεψοδικώ, κάνω υπεκφυγές, στριφογυρίζω.
    6. ερωτεύομαι, γυρίζω•

    он -ит с девушками αυτός γυρίζει με τα κορίτσια.

    εκφρ.
    крутить голову – σκοτίζω το κεφάλι•
    крутить любовь ή романβλ. 6 σημ. крутить руки кому α) στραγγουλίζω τα χέρια κάποιου, β) δένω τα χέρια πίσω•
    крутить носом – εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, κοντραστάρω πεισμώνω•
    как (там) ни -и – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.
    1. περιστρέφομαι, συστρέφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. έχω πολλές φροντίδες, σκοτούρες.
    εκφρ.
    как (там) ни -ись – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > крутить

  • 16 распорядиться

    -яжусь, -ядишься
    ρ.σ.
    1. διατάζω, ορίζω, προστάζω• δίνω εντολή, εντέλλομαι• κελεύω,
    2. κουμαντάρω, κάνω κουμάντο• διευθύνω. || διαθέτω, χρησιμοποιώ• διαχειρίζομαι.
    3. συμπεριφέρνομαι, φέρνομαι•

    я знаю, как с ним распорядиться ξέρω, πως να του συμπερ ιφερθώ.

    Большой русско-греческий словарь > распорядиться

  • 17 хозяйничать

    ρ.δ.
    1. ασχολούμαι με το νοικοκυριό, νοικοκυρεύω•

    дочка -ла по дому η κορούλα νοικοκύρευε στο σπίτι.

    2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, κάνω κουμάντο, κουμαντάρω.

    Большой русско-греческий словарь > хозяйничать

См. также в других словарях:

  • διαχειρίζομαι — διαχειρίζομαι, διαχειρίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: διαχειρίζομαι : μόνο ως μεταβατικό (διαχειρίζομαι κάτι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαχειρίζομαι — (ΑΝ) και διαχειρίζω (AM) και διαχειρώ (Α) 1. κρατώ στα χέρια μου, μεταχειρίζομαι, διευθύνω 2. επιτροπεύω, επιμελούμαι (μσν. ενεργ. αρχ. μέσ.) σκοτώνω …   Dictionary of Greek

  • διαχειρίζομαι — διαχειρίστηκα, διευθύνω, χειρίζομαι θέματα ή χρήματα ξένου ενδιαφέροντος: Η εταιρεία διαχειρίστηκε με εξαιρετική σύνεση τα κεφάλαια των μετόχων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαχειρίζομαι — διαχειρίζω have in hand pres ind mp 1st sg διαχειρίζω have in hand pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοικονομώ — έω, Α διευθύνω, διαχειρίζομαι, διοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἰκονομῶ «διευθύνω, διαχειρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συγχειρίζω — Α 1. διαχειρίζομαι από κοινού με άλλον 2. παθ. συγχειρίζομαι (σχετικά με νόσο) θεραπεύομαι με τον ίδιο τρόπο ή με την ίδια μέθοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειρίζω «διαχειρίζομαι, εγχειρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνοικονομώ — έω, Α 1. (για εκτελεστή διαθήκης, επίτροπο ή κηδεμόνα) διαχειρίζομαι από κοινού 2. χρησιμοποιώ κάτι μαζί με κάτι άλλο σε χημική επεξεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἰκονομῶ «διαχειρίζομαι, διευθετώ» (< οἰκονόμος) …   Dictionary of Greek

  • ταμιεύω — ΝΑ [ταμία / ταμίας] 1. εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», Αριστοτ.) 2. αποταμιεύω αρχ. 1. (στην αρχ. Ρώμη) διαχειρίζομαι το δημόσιο ταμείο («ταμιεύων συχνά τών δημοσίων… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνώ — και κυβερνάω κυβέρνησα, κυβερνήθηκα, κυβερνημένος 1. διευθύνω το πλοίο. 2. διοικώ κράτος, πολιτεία κ.ά. 3. διαχειρίζομαι την εκτελεστική εξουσία. 4. διαχειρίζομαι και κουμαντάρω το σπίτι μου: Αυτός κυβερνάει καλά το σπίτι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαχείριστος — η, ο [διαχειρίζομαι] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε διαχείριση, που έμεινε χωρίς διαχείριση («περιουσία αδιαχείριστη») 2. που δεν υπόκειται σε διαχείριση ή δεν είναι δυνατόν να τόν διαχειριστεί κανείς …   Dictionary of Greek

  • αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»