-
1 διαχείριση
[диахириси] ουσ. Θ. управление, администрированиеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαχείριση
-
2 хозяйство
1. (экономика) η οικονομίαмировое - см. всемирное -2. (производственная единица) το συγκρότημα, η επιχείρησηмолочное - το γαλακτοκομείο, η γαλακτοκομεία3. (оборудование и оснащение) ο εξοπλισμός (και τα μέσα)инструментальное - το απόθεμα/η αποθήκη εργαλείωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хозяйство
-
3 распорядительность
распорядитель||ностьж ἡ καλή διαχείριση, ἡ διοικητική Ικανότητα:отсу́тствие \распорядительностьности ἡ κακή διαχείριση [-ις]. -
4 ведение
-
5 распоряжение
-я ουδ.1. διαταγή• διάταξη• εντολή•правительственное распоряжение κυβερνητική εντολή•
отдать распоряжение δίνω διαταγή•
получить παίρνω διαταγή•
распоряжение о выдаче денег εντολή καταβολής χρημάτων•
по -ю директора κατά διαταγή του διευθυντή.
2. διαχείριση, κουμάντο•распоряжение изяществом διαχείριση της περ ιουσιας•
передать вопрос в распоряжение директора παραπέμπω το ζήτημα στην αρμοδιότητα ή τη δικαιοδοσία του διευθυντή.
εκφρ.в распоряжение кого-чего – στη διάθεση•инженер послан в распоряжение начальника строительства – ο μηχανικός στάλθηκε στη διάθεση του διευθυντή οικοδομών•иметь в -и – έχω στη διάθεση•находиться в -и – είμαι στη διάθεση ή υποταγή. -
6 администрация
η διοίκηση, η διεύθυνση, η διαχείριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > администрация
-
7 водопользование
η διαχείριση (του) ύδατος-тель см. водопотребительРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водопользование
-
8 землеустройство
η διαχείριση της γης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > землеустройство
-
9 обработка
1. тех. η επεξεργασία, η κατεργασία - воды - του ύδατος- на станке - στο μηχάνημα (π.χ. στον τόρνο)- της τελειοποίησης, η τελική κατεργασίαчерновая - προκαταρκτική -, τοξεχόνδρισμαчистовая - см. финишная -2. (земли) ηκαλλιέργεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обработка
-
10 природопользование
η διαχείριση του φυσικού πλούτου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > природопользование
-
11 распоряжение
1. (приказание) η εντο-λ/ήη διαταγή2. юр. (постановление) η εντολή 3. (указ) η εντολή 4. (порядок употребления) η διαχείριση, η διάθεση· в - и директора στη διάθεση του διευθυντήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > распоряжение
-
12 управление
1. (административное) η διαχείρισηη διεύθυνση, η διοίκησηпередавать - παραδίδω τη -, μεταβιβάζω τη -2. (технической системой, процессом, производством) о έλεγχοςаварийное - το χειριστήριο κινδύνου, ο χειρισμός ανάγκηςбесступенчатое - χωρίς βαθμίδες/κλί-μακεςчисловое - αριθμη-τικός/ψηφιακός -3. (использование рулевого устройства) η πηδαλιού-χηση, η οδήγηση 4. грам. о καθορισμός (της λέξης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > управление
-
13 администрация
администр||ацияж ἡ διοίκηση [-ις], ἡ διεύθυνση[-ις]. ἡ διαχείριση [-ις]. -
14 администрирование
администр||и́рованиес ἡ γραφειοκρατική διαχείριση. -
15 бесхозяиственность
бесхозяи́ственн||остьж ἡ τσαπατσουλιά, ἡ ἔλλειψη [-ις] νοικοκυροσύνης, ἡ κακή διαχείριση [-ις]. -
16 ведение
ве́дени||ес ἡ ἀρμοδιότητα, ἡ δικαιοδοσία:быть в чьем-л. \ведениеи ὑπάγομαι στήν ἀρμοδιότητα κάποιου, ὑπάγομαι στή δικαιοδοσία κάποιου.веде́ниес ἡ διεξαγωγή, ἡ διεύθυνση [-ις]:\ведение заседания (судебного дела) ἡ διεξαγωγή τής συνεδρίασης (τής δίκης)· \ведение домашнего хозяйства ἡ διαχείριση τοῦ νοικοκυριού· \ведение огня воен. а) ἡ διεξαγωγή πυρών, б) ἡ ἐκτέλεση [-ις] βολής (артиллерийского)· \ведение записей ἡ κράτηση σημειώσεων \ведение протокола ἡ τήρηση πρακτικών \ведение книг бухг. ἡ λογιστική. -
17 распорядительный
распорядитель||ныйприл ἰκανος στή διαχείριση, δραστήριος:\распорядительныйный человек ὁ δραστήριος ἀνθρωπος. -
18 заведование
[ζαβιένταβανυε] ουσ. ο. διεύθυνση, διαχείριση -
19 заведование
[ζαβιένταβανυε] ουσ ο διεύθυνση, διαχείριση -
20 администрация
-и θ.1. διοίκηση, διαχείριση.2. αθρσ. οι διοικητές• οι διαχειριστές.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαχείριση — η 1. η διεύθυνση, η διοίκηση: Η διαχείριση των συνδικαλιστικών θεμάτων πρέπει να γίνεται με γνώμονα το συμφέρον των εργαζομένων. 2. στρατιωτική υπηρεσία που διαχειρίζεται τα χρήματα και τα υλικά του στρατού: Στο στρατό υπηρέτησε στη διαχείριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαχείριση — η (ΑΝ) και διαχειρισμός, ο (Α) διεύθυνση, διοίκηση, επιστασία νεοελλ. ειδική υπηρεσία που διαχειρίζεται χρήματα ή υλικά … Dictionary of Greek
διαχείριση, αναγκαστική — (Νομ.). Η α.δ. επιβάλλεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της εκάστοτε περιφέρειας σε ένα ακίνητο ή σε μια επιχείρηση έπειτα από αίτηση δανειστή, με σκοπό να ικανοποιηθεί η απαίτησή του από τα έσοδα της διαχείρισης. Η πολιτική δικονομία παρέχει… … Dictionary of Greek
απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… … Dictionary of Greek
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… … Dictionary of Greek
αδιαχείριστος — η, ο [διαχειρίζομαι] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε διαχείριση, που έμεινε χωρίς διαχείριση («περιουσία αδιαχείριστη») 2. που δεν υπόκειται σε διαχείριση ή δεν είναι δυνατόν να τόν διαχειριστεί κανείς … Dictionary of Greek
διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek