-
1 διαφέρομαι
δια|φέρομαι (τινί) ['розниться'] спорить, ссориться -
2 διαφέρομαι
pass. πρός (с вин. п.) спорю с кем -
3 διαφέρω
(тк ενεστ. и παρατ) αμετ.1) отличаться, розниться; быть не похожим на кого-л.;διαφέρει πολύ από τον αδερφό του — он совсем не похож на своего брата;
πολύ διαφέρει — большая разница;
αυτό διαφέρει — это — другое дело;
2) отличаться, выделяться; быть выше, лучше;διαφέρω από... — быть лучше, чем...;
3) απρόσ. есть разница;1) — расходиться (во мнениях);διαφέρομαι
2) интересоваться -
4 διαφέρω
См. также в других словарях:
διαφέρομαι — διαφέρω carry over pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
παραδιαφέρομαι — Α πλέω κατά μήκος ενός τόπου («παραδιενεχθεὶς περὶ... τὰς Γυμνησίας νήσους», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + διαφέρομαι «μεταφέρω, μεταβιβάζω»] … Dictionary of Greek
ՇՐՋԻՄ — (եցայ, եա՛ց կամ եա՛.) NBH 2 0499 Chronological Sequence: Unknown date ձ. περιπατέω, περιέρχομαι, διοδεύω , διαφέρομαι եւ այլն. ambulo, deambulo ἁκολουθέω sequor διατρίβω commoror եւ այլն. Շուրջ գալ, շրջագայիլ. քայլել. գնալ. զգնալ. ճեմել. յածիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)