-
1 мирный
мирный 1) в рази. знач. ειρηνικός· \мирный народ о ειρηνικός λαός· \мирный договор η συνθήκη ειρήνης· \мирныйое сосуществование η ειρηνική συνύπαρξη' решение разногласий \мирныйым путём η ειρηνική επίλυση διαφορών 2) (спокойный) ήσυχος, ήρεμος* * *1) в разн. знач. ειρηνικόςми́рный наро́д — ο ειρηνικός λαός
ми́рный догово́р — η συνθήκη ειρήνης
ми́рное сосуществова́ние — η ειρηνική συνύπαρξη
реше́ние разногла́сий ми́рным путём — η ειρηνική επίλυση διαφορών
2) ( спокойный) ήσυχος, ήρεμος -
2 разноголосый
επ., βρ: -лос, -а, -о.1. διαφόρων φωνών•-ое пение τραγούδι διαφόρων φωνών.
2. παράφωνος•-ое пение παράφωνο τραγούδι.
-
3 разносословный
επ.διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων•-ая толпа πλήθος διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων.
-
4 блендирование
η ανάμειξη διαφόρων ποιοτήτων (εμπορευμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блендирование
-
5 дендрарий
(арборетум) о τόπος μεγάλης έκτασης με συλλογή διαφόρων δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дендрарий
-
6 компаунд-канат
το πλεκτό σύρμα (διαφόρων διαμέτρων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компаунд-канат
-
7 разрешение
1. (официальный документ) η (έγγραφος) άδει/αсрок действия - я διορία/ισχύς - ας2.(способность различать объекты расположенные близко друг от друга) η διακριτική/διαχωριστική ικανότηταидеальное - άπειρος -., ιδανική -3. (задачи, проблемы и т.п.) η λύση, η επίλυση, ο διακανονισμός, η διευθέτηση 4. (позволение) η άδεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрешение
-
8 всевозможный
всевозмо́жн||ыйприл κάθε είδους, παντοίος, παντοειδής:\всевозможныйые товары κάθε λογής (или παντοειδή) ἐμπορεύματα· \всевозможныйые средства ὀλα τά δυνατά μέσα· \всевозможныйых цветов διαφόρων χρωμάτων. -
9 звание
звани||ес1. ὁ τίτλος / воен. τό ἀξίωμα, ὁ βαθμός:\звание капитана ὁ βαθμός λοχαγού· воинское \звание ὁ στρατιωτικός βαθμός· ученое \звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· почетное \звание ὁ τιμητικός τίτλος· \звание Героя труда ὁ τίτλος τοῦ ήρωα τῆς δουλειάς·2. уст. (сословие) ἡ τόξη [-ις]:духовное \звание τό ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα· люди всякого \званиея ἀνθρωποι διαφόρων τάξεων. -
10 оттенок
оттен||окм прям., перен ἡ ἀπόχρωση, ἡ χροιά, ὁ χρωματισμός:голубой цвет разных \оттенокков γαλάζιο χρῶμα διαφόρων ἀποχρώσεων\оттенокки в значении слова о£ ἀποχρώσεις τής σημασίας τής λέξης· говорить с \оттенокком иро́иии ὁμιλώ μέ είρωνικό τόνο. -
11 разнокалиберный
разнокали́берн||ыйприл διαφόρου διαμετρήματος:\разнокалиберныйое ору́жие ὅπλα διαφόρων διαμετρημάτων. -
12 головка
-и θ.1. κεφαλάκι.2. μτφ. κεφάλι, -άκι διαφόρων αντικειμένων•головка винта κεφάλι της βίδας•
спичечная головка το κεφαλάκι σπίρτου.
3. αρχηγοί, καθοδηγητές, κεφάλια.4. τα ψίδια (υποδημάτων).5. παλ..κεφαλόδεσμος, -μα. -
13 губа
губа 1-ы, πλθ. губы, δοτ. -ам θ.1. το χείλος, χείλι•накрашенные -ы βαμμένα χείλη•
жать -ы σφίγγω τα χείλη.
2. πλθ. -ы τα σιαγόνια, οι δηκτήρες των διαφόρων λαβίδων.εκφρ.у него губа не дура – αυτός ξέρει να διαλέγει•не по твоим -ам – δεν είναι για σένα, για τα δόντια σου•по -ам помазать – (απλ.) γλυκαίνω (ερεθίζω) και δε δίνω•молоко на -ах не обсохло – το γάλα δε στέγνωσε ακόμα στα χείλη (είναι μικρός ακόμα).губа 2-ы θ.κόλπος, όρμος (βορ. θαλασσών).губа 3-ы θ. παλ., επαρχία. -
14 кадмий
-я α.κάδμιο. || κίτρινο τεχνητό χρώμα (διαφόρων αποχρώσεων). -
15 мастерская
-ой θ. εργαστήρι (διαφόρων ειδικοτήτων)•столярная мастерская ξυλουργείο, μαραγκούδικο•
швейная мастерская ραφείο•
механическая мастерская μηχανουργείο•
ремонтная мастерская εργαστήρι επισκευών•
инструментальная мастерская εργαστήρι εργαλείων•
походная мастерская συνεργείο εκστρατείας.
-
16 национальность
-и θ.1. λαότητα, εθνότητα.2. εθνικότητα•совет -ей Συμβούλιο τωνεθνοτήτων•
люди разных -ей άνθρωποι διαφόρων εθνοτήτων•
русский по -и ίΡώσος την εθνικότητα•
установить национальность εξακριβώνω την εθνικότητα.
3. εθνική αυθύπαρξη ή χαρακτήραςнациональность искусства ο εθνικός χαρακτήρας της Τέχνης. -
17 пропасть
пропасть 1-и θ.1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.
|| γκρεμός, κρημνός•быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.
2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•
в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.
4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.εκφρ.пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.пропасть 2-паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•-ло письмо χάθηκε το γράμμα•
у меня -ла собака έχασα το σκυλί•
всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.
2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•-ли горы χάθηκαν τα βουνά•
голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.
|| αργώ να επιστρέψω•он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•
где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;
3. καταστρέφομαι•цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.
|| φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.
4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•-дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).
εκφρ.пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε. -
18 различный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. διαφορετικός, διάφορος•у нас -ые мнения έχομε διαφορετικές γνώμες.
2. διαφόρων ειδών, κάθε είδους, λογής-λογής, παντοειδής, ποικίλος•-ыми предлогами με διάφορες προφάσεις•
-ым образом με διαφορετικούς τρόπους•
-ые цвета ποικίλα χρώματα.
-
19 разнообразный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноποικίλος, διάφορος, διαφόρων ειδών, παντός είδους, παντοειδής, κάθε λογής, ποικιλόμορφος•очень разнообразный πολυποίκιλος.
-
20 разноплемённый
επ. (γραπ. λόγος)• διαφόρων φυλών. || διάφορης ράτσας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαφορῶν — διαφορά moving hither and thither fem gen pl διαφορέω spread abroad pres part act masc nom sg (attic epic doric) διαφορέω spread abroad pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφόρων — διάφορος different masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek