-
1 διαφευγω
(fut. διαφεύξομαι, aor. 2 διέφυγον)1) убегать(ἔκ τινος Thuc. и ἀπό τινος Arst.)
2) ускользать, избегать(τινά Eur., Her. и τι Her., Plat., Arst., Plut.)
ἐκ κινδύνων διαπεφευγότες εἰς ἀγαθά Plat. — избежавшие опасностей и достигшие благ:τὰ χρέα δ. Arph. — уклоняться от уплаты долгов:εἰ διαφύγοιεν Thuc. — если им удавалось спастись;πολλά με διαπέφευγεν ὧν διενοήθην Isocr. — много из того, что я имел в виду (сказать), забыто мною;κατὰ τοῦτο διέφυγεν ἡμᾶς ὅ λόγος Plat. — здесь нас покинули доводы, т.е. к этому нас вынудил ход доказательства -
2 διαφεύγω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαφεύγω
-
3 διαφεύγω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαφεύγω
-
4 διαφεύγω
(αόρ. διέφυγον) 1. μετ. избегать (чего-л.); уклоняться (от чего-л.);διαφεύγ τον κίνδυνο — избегать опасности;
§ τοδτο διαφεύγει την αρμοδιότητα μου — это вне сферы моих полномочий или вне моей компетенции;
2. αμετ. прям., перен. ускользать; выскальзывать, выпадать (из памяти и т. п.);διαφεύγ διά μέσου τού σκότους — ускользнуть в темноте;
σού διαφεύγει μιά λεπτομέρεια — ты упускаешь одну деталь;
μού -
5 διαφεύγω
убегать, ускользать, избегать, уклоняться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαφεύγω
-
6 διαφεύγω
δια|φεύγω убегать, избегать, ускользать -
7 διαφεύγω
-
8 διαφεύγω
[диафэвго] ρ ускользать. -
9 διαφυγγανω
Thuc., Aeschin. = διαφεύγω См. διαφευγω -
10 διέφυγον
αόρ. от διαφεύγω -
11 1309
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1309
См. также в других словарях:
διαφεύγω — get away from pres subj act 1st sg διαφεύγω get away from pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφεύγω — διαφεύγω, διέφυγα βλ. πίν. 228 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαφεύγω — (ΑΝ) 1. ξεφεύγω, γλυτώνω, φεύγω μακριά από κάποιον ή κάτι, δραπετεύω 2. ξεφεύγω την προσοχή ή τη μνήμη κάποιου, λησμονούμαι, δεν γίνομαι αντιληπτός («μού διαφεύγει τό όνομά του») νεοελλ. γλιστρώ («το βιβλίο διέφυγε από τα χέρια του») μσν. φεύγω… … Dictionary of Greek
διαφεύγω — διάφυγα και διέφυγα 1. ξεφεύγω, αποφεύγω: Διέφυγα τον κίνδυνο της απόλυσης. 2. περνώ απαρατήρητος, δε γίνομαι αντιληπτός: Πολλά λάθη διέφυγαν της προσοχής μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφεύγετε — διαφεύγω get away from pres imperat act 2nd pl διαφεύγω get away from pres ind act 2nd pl διαφεύγω get away from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφεύγῃ — διαφεύγω get away from pres subj mp 2nd sg διαφεύγω get away from pres ind mp 2nd sg διαφεύγω get away from pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεφευγότα — διαφεύγω get away from perf part act neut nom/voc/acc pl διαφεύγω get away from perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπέφευγε — διαφεύγω get away from perf imperat act 2nd sg διαφεύγω get away from perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπέφευγεν — διαφεύγω get away from perf ind act 3rd sg διαφεύγω get away from plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφευγόντων — διαφεύγω get away from pres part act masc/neut gen pl διαφεύγω get away from pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφευξοίμην — διαφεύγω get away from fut opt mid 1st sg (attic epic doric) διαφεύγω get away from fut opt mid 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)