Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

διαφευγω

  • 1 избегать

    избегать I
    несов διαφεύγω, ἀποφεύγω, ξεφεύγω:
    \избегать опасности διαφεύγω τόν κίνδυνο· \избегать Друг дру́га ἀποφεύγομε νά συναντηθοῦμε.
    избегать II
    сов διατρέχω, γυρίζω σέ πολλά μέρη, περιτρέχω.

    Русско-новогреческий словарь > избегать

  • 2 вкрадываться

    вкрадываться
    несов
    1. (входить тайком) μπαίνω κρυφά, τρυπώνω, μπαίνω μέσα λαθραία, παρεισδύω·
    2. (случайно попадать) ξεφεύγω, διαφεύγω τήν προσοχή

    Русско-новогреческий словарь > вкрадываться

  • 3 вывернуться

    вывернуть||ся
    1. (вывинчиваться) ξεβιδώνομαι, ἀποκοχλιώνομαΓ
    2. (наизнанку) ἀναστρέφομαι, γυρίζω ἀπό τήν ἀνάποδη, ἀναποδογυρίζω·
    3. (выскальзывать, освобождаться) διαφεύγω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ.
    4. перен разг ξεφεύγω, ξεμπλέκω.

    Русско-новогреческий словарь > вывернуться

  • 4 выпадать

    выпадать
    несов
    1. (вываливаться) πέφτω, πίπτω/ ξεφεύγω, διαφεύγω, (ξε)γλι-στρῶ (выскальзывать)·
    2. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    3. (доставаться) τυχαίνω, λαχαίνω, λαγχάνω:
    \выпадать на долю λαχαίνω, εἶναι τῆς τύχης μου· ему выпало счастье είχε τήν εὐτυχία· мне выпал жребий μοῦ ἔλαχε ὁ κλήρος.

    Русско-новогреческий словарь > выпадать

  • 5 вырываться

    вырываться
    несов
    1. (убегать, ускользать) ξεφεύγω, τό σκάζω, δραπετεύω/ ἐλευθερώνομαι (на свободу)·
    2. (о слове, стоне) διαφεύγω, ξεφεύγω.

    Русско-новогреческий словарь > вырываться

  • 6 выскальзывать

    выскальзывать
    несов
    1. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω, σκαπουλάρω:
    \выскальзывать из рук ξεφεύγω ἀπ· τά χέρια· 2.. (незаметно выйти) τό στρίβω.

    Русско-новогреческий словарь > выскальзывать

  • 7 миновать

    минова||ть
    сов и несов
    1. (проехать, пройти мимо) προσπερνώ, παρακάμπτω, παρέρχομαι·
    2. (избежать) ἀπόφευγα), διαφεύγω, ξεφεύγω:
    этого не \миновать δέν θά μπορέσει νά ξεφύγει·
    3. (окончиться) λήγω, παρέρχομαι, περνώ, τελειώνω:
    опасность \миноватьла ὁ κίνδυνος πέρασε· ◊ минуя подробности παραλείποντας τίς λεπτομέρειες (τά καθέκαστα).

    Русско-новогреческий словарь > миновать

  • 8 срываться

    срыва||ться
    несов
    1. (с цепи) λύνομαι·
    2. (упасть откуда-л.) πέφτω, πίπτω·
    3. (о слове, выражении и т. п.) ξεφεύγω, διαφεύγω·
    4. (заканчиваться неудачей) ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω, ναυαγώ:
    дело \срыватьсяется! ἡ ὑπόθεση ναυαγεί· ◊ \срываться с места ξεπηδώ, ὀρμῶ ἀπό τή θέση μου.

    Русско-новогреческий словарь > срываться

  • 9 уплывать

    уплывать
    несов, уплыть сов
    1. ἀπομακρύνομαι κολυμπώντας, φεύγω κολυμπώντας (о пловце)/ ἀπομακρύνομαι πλέοντος (о предметах, вещах)·
    2. перен (израсходоваться) разг διαφεύγω, ξοδεύομαι·
    3. (миновать, пройти) παρέρχομαι, περνώ, χάνομαι:
    много времени уплыло πέρασε πολύς καιρός.

    Русско-новогреческий словарь > уплывать

  • 10 ускользать

    ускользать
    несов, ускользнуть сов
    1. (выскользнуть) ξεγλιστρώ, ξεφεύγω, διαφεύγω·
    2. (уйти незаметно) разг ξεφεύγω, τό στρίβω:
    \ускользать от кого-л. ξεφεύγω ἀπό κάποιον
    3. перен (пропасть, исчезнуть для кого-л.) χάνω:
    э́то не ускользнуло от внимания δέν διέφυγε τήν προσοχήν ◊ \ускользать от прямого ответа ἀποφεύγω ν' ἀπαντήσω καθαρά.

    Русско-новогреческий словарь > ускользать

  • 11 утекать

    утекать
    несов χύνομαι, διαρρέω, ἐκ-ρέω, τρέχω/ διαφεύγω (о газе, воздухе).

    Русско-новогреческий словарь > утекать

  • 12 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 13 вывернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывернутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. ξεβιδώνω, εκκοχλιώ, αποκοχλιώ•

    вывернуть винт ξεβιδώνω τη βίδα.

    2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω, στραβώνω. || στραμπουλίζω, συραγγουλίζω, βγάζω. || αναστρέφω, αναποδογυρίζω.
    3. αναστρέφω, γυρίζω το μέσα έξω.
    4. αμ. βλ. вывернуться (5 σημ.).
    1. ξεβιδώνομαι, εκκοχλιώνομαι, αποκοχλιώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξεκλειδώνομαι, στραμπουλίζομαι, βγαίνω•

    -лась нога έπαθε εξάρθρωση το πόδι.

    3. αναστρέφομαι•

    рукав -лся το μανίκι γύρισε ανάποδα.

    4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω, ξεφεύγω. || μτφ. (τη) γλυτώνω, επιτήδεια βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.
    5. στρίβω, γυρίζω απότομα, κάνω απότομη στροφή.

    Большой русско-греческий словарь > вывернуть

  • 14 выжить

    -живу, -живешь, ρ.σ.
    1. επιζώ, επιβιώνω, μένω ζωντανός, διαφεύγω τον θάνατο. || θεραπεύομαι.
    2. διαμένω, ζω, κατοικώ•

    он -ил дома около года αυτός έζησε στο σπύι ένα περίπου χρόνο.

    3. διώχνω, υποχρεώνω να φύγει•

    дурной запах -ил всех из комнаты η βρώμα τους έδιωξε όλους από το δωμάτιο•

    выжить со службы διώχνω (απολύω) από την υπηρεσία.

    4. υποφέρω, περνώ βάσανα, δοκιμασίες.
    5. διώχνω από το σπίτι.
    εκφρ.
    выжить из ума ή из памяти – γεροξεκουτιάζω, τα χάνω από τα γεράματα.

    Большой русско-греческий словарь > выжить

  • 15 выкрутить

    -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкрученный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, συστρίβω, κλώθω.
    2. ξεστρίβω, ξεβιδώνω.
    3. (απλ.) στίβω (ρούχα). || εξαρθρώνω, βγάζω, στραμπουλίζω.
    ξεστρίβομαι, ξεβιδώνομαι. || μτφ. βγαίνω, απαλλάσσομαι, ξεφεύγω, διαφεύγω, γλυτώνω.

    Большой русско-греческий словарь > выкрутить

  • 16 выскользнуть

    ρ.σ.
    1. γλιστρώ, πέφτω. || μτφ. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω.
    2. φεύγω κρυφά, διαφευγω.

    Большой русско-греческий словарь > выскользнуть

  • 17 выскочить

    -чу, -чишь, ρ.σ.
    1. ξεπηδώ, ξεπετιέμαι, πηδώ έξω• διαφεύγω, ξεφεύγω.
    2. μτφ. εμφανίζομαι απροσδόκητα• σχηματίζομαι, γίνομαι•

    у меня чирей -ил μου έγινε (ξεπετάχτηκε) καλόγηρος.

    3. ξεφεύγω, αποσπώμαι.
    4. σηκώνομαι, ξεπετάγομαι χωρίς την έγκριση•

    -со своими замечаниями ξεπετιέμαι και κάνω τις παρατηρήσεις μου.

    5. φτάνω γρήγορα στο σκοπό μου.
    εκφρ.
    выскочить из головы ή из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выскочить замуж – Βιάζομαι να παντρεφτω.

    Большой русско-греческий словарь > выскочить

  • 18 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 19 избегать

    ρ.σ.μ. περιέρχομαι, γυρίζω, περιτρέχω•

    -ал за день весь город για μια μέρα γύρισα όλη την πόλη.

    1. κουράζομαι από τα πολλά τρεξίματα.
    2. μτφ. (για παιδιά) παρεκτρέπομαι, εξωκέλλω.
    ρ.δ.
    1. αποφεύγγώ•

    он -ет знакомых, предпочитает уединение αυτός αποφεύγει τους γνωστούς, προτιμά τη μοναξιά•

    они -ет смотреть в глаз£ αυτή αποφεύγει να κοιτάζει στα μάτια•

    избегать встречи с кем-л. αποφεύγω να συναντηθώ με κάποιον.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω•

    избегать наказания αποφεύγω την τιμωρία•

    опасности αποφεύγω τον κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > избегать

  • 20 исчезнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. исчез, -ла, -ло
    ρ.σ. αμ.
    εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, αόρατος• εκλείπω, χάνομαι• σβήνω• αποχωρώ απαρατήρητα, διαφεύγω, υπεκφεύγω•

    из виду χάνομαι από τα μάτια, γίνομαι άφαντος•

    эти слова -ли у меня из памяти αυτές οι λέξεις έσβησαν από τη μνήμη μου•

    всё исчезло как тень όλα χάθηκαν σαν σκιά ή έγιναν καπνός•

    он исчез в толпе αυτός χάθηκε στο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > исчезнуть

См. также в других словарях:

  • διαφεύγω — get away from pres subj act 1st sg διαφεύγω get away from pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφεύγω — διαφεύγω, διέφυγα βλ. πίν. 228 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαφεύγω — (ΑΝ) 1. ξεφεύγω, γλυτώνω, φεύγω μακριά από κάποιον ή κάτι, δραπετεύω 2. ξεφεύγω την προσοχή ή τη μνήμη κάποιου, λησμονούμαι, δεν γίνομαι αντιληπτός («μού διαφεύγει τό όνομά του») νεοελλ. γλιστρώ («το βιβλίο διέφυγε από τα χέρια του») μσν. φεύγω… …   Dictionary of Greek

  • διαφεύγω — διάφυγα και διέφυγα 1. ξεφεύγω, αποφεύγω: Διέφυγα τον κίνδυνο της απόλυσης. 2. περνώ απαρατήρητος, δε γίνομαι αντιληπτός: Πολλά λάθη διέφυγαν της προσοχής μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφεύγετε — διαφεύγω get away from pres imperat act 2nd pl διαφεύγω get away from pres ind act 2nd pl διαφεύγω get away from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφεύγῃ — διαφεύγω get away from pres subj mp 2nd sg διαφεύγω get away from pres ind mp 2nd sg διαφεύγω get away from pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεφευγότα — διαφεύγω get away from perf part act neut nom/voc/acc pl διαφεύγω get away from perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπέφευγε — διαφεύγω get away from perf imperat act 2nd sg διαφεύγω get away from perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπέφευγεν — διαφεύγω get away from perf ind act 3rd sg διαφεύγω get away from plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφευγόντων — διαφεύγω get away from pres part act masc/neut gen pl διαφεύγω get away from pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφευξοίμην — διαφεύγω get away from fut opt mid 1st sg (attic epic doric) διαφεύγω get away from fut opt mid 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»