Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαφάνεια

См. также в других словарях:

  • διαφανείᾳ — διαφανείᾱͅ , διαφάνεια transparency fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφάνεια — transparency fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφάνεια — Ιδιότητα ενός σώματος να επιτρέπει τη δίοδο ακτινοβολίας από αυτό. H έννοια της δ., η οποία αναφερόταν αρχικά στο φως, επεκτάθηκε σταδιακά στις άλλες ηλεκτρομαγνητικές και στις σωματιδιακές ακτινοβολίες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η δ.,… …   Dictionary of Greek

  • διαφάνεια — η 1. η διαύγεια, η καθαρότητα. 2. (φυσ.), η ιδιότητα των σωμάτων να επιτρέπουν τη δίοδο του φωτός μέσα από αυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφανείας — διαφανείᾱς , διαφάνεια transparency fem acc pl διαφανείᾱς , διαφάνεια transparency fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφάνειαν — διαφάνεια transparency fem acc sg διαφά̱νειαν , διαφαίνω show through aor opt act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκόπιο — Συσκευή προβολής διαφανειών. Η διαφάνεια τοποθετείται μπροστά από μία φωτεινή πηγή, συνήθως μία λυχνία πυρακτώσεως ή μία λάμπα βολταϊκού τόξου. Από την άλλη πλευρά της φωτεινής πηγής βρίσκεται σφαιρικό κάτοπτρο, από αλουμίνιο ή γυαλί με επάλειψη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»