-
1 διαυγής
[диавгис] εκ. ясный, прозрачный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαυγής
-
2 чистый
чистый καθαρός; διαυγής (ясный)' \чистый воздух о καθαρός αέρας* * *καθαρός; διαυγής ( ясный)чи́стый во́здух — ο καθαρός αέρας
-
3 ясный
ясн||ыйприл διαυγής, ὁλοκάθαρος/ σαφής, εὐκρινής (отчетливый)/ ήρεμος, γαλήνιος (спокойный, чистый)/ καταφανής, φανερός (очевидный)/ αίθριος, ἀνέφελος^ο погоде, о небе):\ясныйый взгляд τό ήρεμο βλέμμα· \ясныйое лицо τό γαλήνιο πρόσωπο· \ясныйый почерк ὁ εὐκρινής χαρακτήρας· \ясныйая цель ὁ ξεκάθαρος σκοπός· \ясныйый ум διαυγής σκέψη· нметь \ясныйое представление о чем-л. ἔχω σαφή ἀντίληψη γιά κάτι· \ясныйое намерение ἡ καταφανής πρόθεση· ◊ \ясныйое дело φυσικά, βέβαια· как гром среди́ ясного неба ἐντελώς ἀπρόοπτα, ξαφνικά, σάν μπόμπα. -
4 светлый
επ., βρ: -тел, -тла, -тло.1. φωτεινός, φωτερός, φαεινός•-ая лампочка φωτεινή λαμπίτσα•
светлый зал φωτεινή αίθουσα•
день φωτόλουστη μέρα.
|| λαμπερός, γυαλιστερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. ανοιχτόχρωμος, ξανθόχρωμος•-ое пальто ανοιχτόχρωμο πανωφόρι.
3. διαυγής, πολύ καθαρός•-ое стекло πολύ καθαρό γυαλί•
-ая вода διαυγές νερό.
|| (για φωνή) καθαρός• υψηλός• μεταλλικός.4. ευφρόσυνος, ευχάριστος, χαρωπός• τερπνός•-ые воспоминания ευχάριστες αναμνήσεις.
6. μτφ. καλός, αγαθός, ωραίος• θετικός•-ые и тмные стороны жизни οι καλές και οι κακές πλευρές της ζωής ή οι θετικές και οι αρνητικές πλευρές της ζωής.
7. μτφ. καθαρός, διαυγής•светлый ум φωτεινός νους ή φωτεινό μυαλό.
8. πασχαλινός, λαμπριάτικος. -
5 ясный
επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•-ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•
ясный свет λαμπερό φως.
|| στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. αίθριος, ξάστερος•-ое небо αίθριος ουρανός•
-ая погода ξαστεριά.
|| διαυγής, διαφανής, καθαρός•ясный воздух καθαρός αέρας.
3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•-ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.
4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•-ая дикция καθαρή προφορά•
ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.
|| πειστικός•-ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.
|| σαφής•ясный ответ σαφής απάντηση•
-ое понятие σαφής έννοια.
5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•-ое намерение φανερή πρόθεση.
εκφρ.- ое дело – φανερή υπόθεση•ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα. -
6 прозрачный
διαφανής, διαυγής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прозрачный
-
7 прозрачностьый
прозрачность||ыйприл1. διαφανής, διαυγής·2. перен φανερός, καθαρός:\прозрачностьыйый намек φανερός ὑπαινιγμός. -
8 просветленный
просвет||ленныйприл φωτεινός, φωτισμένος, διαυγής. -
9 чистый
чи́ст||ыйприл1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:\чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:\чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·3. (ясный, отчетливый) καθαρός:\чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):\чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:\чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:\чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά. -
10 внятный
επ. -тен, -тна, -тно.1. διαυγής, καθαρός, σαφής, ευκρινής, εναργής, λαγαρός.2. νοητός, καταληπτός. -
11 кристальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. κρυσταλλικός.2. μτφ. καθαρός, διαυγής, σαν το κρύσταλλο• κρυστάλλινος. -
12 отчётливый
επ., βρ: -лив, -а, -оσαφής, διαυγής, εναργής, ευκρινής, ευδιάκριτος, καθαρός, λαγαρός•-об произношение καθαρή προφορά•
отчётливый почерк ευανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας•
-ая мысль λαγαρή σκέψη•
-ые оттиски ευκρινή αποτυπώματα•
-ое изображение σαφής παράσταση (απεικόνιση).
-
13 посвежеть
ρ.σ.1. γίνομαι δροσερός, κρυούτσικος, λίγο ψυχρός.2. γίνομαι πιο καθαρός, διαυγής, φρέσκος. || γίνομαι πιο σφριγηλός, γερός, ακμαίος. -
14 прозрачный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. διαυγής, καθαρός, καθάριος, διαφανής.2. μτφ. λεπτός, τρυφερός•-ая кожа λεπτή επιδερμίδα.
3. μτφ. ανοιχτός, φανερός, απροκάλυπτος•прозрачный намк φανερός υπαινιγμός•
-ая мысль καθάρια σκέψη.
-
15 просветлеть
-его, -еешьρ.σ.1. ξαστερώνω, αιθριάζω•небо -ло ο ουρανός ξαστέρωσε.
2. μτφ. λάμπω, φωτίζομαι•нахмуренные лица -ли τα σκυθρωπά πρόσωπα; έλαμψαν•
у меня на душе -ло (απρόσ.) η ψυχή μου ησύχασε.
|| ζωηρεύω.3. μτφ. ξεκαθαρίζω, γίνομαι διαυγής, σαφής•просветлеть сознание -ло η συνείδηση ξεκα.θάρισε.
-
16 просветлить
-ли, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просветленный, βρ: -лен, -лена, -лено, ρ.σ.μ.1. κάνω κάτι αίθριο, φωτεινό, λαγαρό, διαυγές•просветлить житкость при помощи реактива λαγαρίζω το υγρό με αντιδραστήριο.
2. μτφ. ξεκαθαρίζω, διαφωτίζω, ξεδιαλύνω. || χαροποιώ, αγαλιάζω, ευφραίνω•душа -лена η ψυχή ευφράνθηκε.
γίνομαι διαυγής, αίθριος, αιθριάζω, λαγαρίζω. || μτφ. παλ. φωτίζομαι•ум -лся το πνεύμα (ο νους) φωτίστηκε.
-
17 прояснить
-итρ.σ. απρόσ. (απλ.) βλ. прояснеть.βλ. прояснеть. || γίνομαι διαυγής.-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прояснённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. καθιστώ ευδιάκριτο, εμφανές•прояснить контуры на рисунке κάνω ευδιάκριτες τις γραμμές στο σχέδιο.
2. διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω•прояснить обстановку διευκρινίζω την κατάσταση.
|| ησυχάζω, καθησυχάζω• κάνω ήπι-ον, χαρούμενο, πρόσχαρο.3. διαφωτίζω, ξεκαθαρίζω (λογικό, συνείδηση κ.τ.τ.).1. γίνομαι σαφής, καθαρός, ευδιάκριτος.2. βλ. прояснеть.3. διασαφηνίζομαι, ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνομαι•дело -лось η υπόθεση ξεκαθάρισε.
4. (δια)φωτίζομαι, ξεδιαλύνομαι. || φωτίζομαι, λάμπω από χαρά•лицо его -лось το πρόσωπο του φωτίστηκε (έλαμψε από χαρά).
-
18 чёткий
επ., βρ: чток, четка, чтко; чтче.1. ευκρινής, ευδιάκριτος• διαυγής• σαφής, καθαρός, εναργής. || (για γραφικό χαρακτήρα) ευανάγνωστος•-ая надпись ευανάγνωστη επιγραφή.
2. ακριβής•-ое распределение ακριβής καταμερισμός.
-
19 чистый
επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•-ое помещение καθαρός χώρος•
чистый воздух καθαρός αέρας•
-ая рубашка καθαρό πουκάμισο•
-ые руки καθαρά χέρια.
2. γιορτινός, επίσημος.3. που δε λερώνει•-ая работа καθαρή δουλειά.
4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•-ая работа επιμελημένη εργασία.
|| τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.
7. αμιγής, γνήσιος•-ое золото καθαρό χρυσάφι•
чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•
-ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.
|| διαφανής• διαυγής•-ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.
|| (για ζώα) καθαρόαιμος•-ая порода καθαρή ράτσα•
8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•чистый голос καθαρή φωνή.
|| ευκατάληπτος, εύληπτος•-ое произношение καθαρή προφορά.
9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•-ая душа καθαρή ψυχή•
-ая любовь αγνή αγάπη.
|| παρθενικός, αθώος•-ая девочка αγνό κορίτσι.
10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•-ым путм με την έντιμη οδό.
|| νέτος• καθαρός•чистый вес καθαρό βάρος•
-ая прибыль καθαρό κέρδος•
чистый доход καθαρό έσοδο.
|| ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.
11. πλήρης, παντελής•чистый вздор καθαρή ανοησία.
12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.
13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•-ая наука καθαρή επιστήμη•
εκφρ.- ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•- ая отставка – παλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα. -
20 явственный
επ., βρ: -вен κ.-венен, -венна, -венноσαφής, ευκρινής, διαυγής, εναργής, ευδιάκριτος, καθαρός, Εεκαθαρος•-ые звуки καθαροί (εύληπτοι) ήχοι.
См. также в других словарях:
διαυγής — translucent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. διάφανος, καθαρός: Το νερό της πηγής ήταν διαυγές. 2. σαφής, ειλικρινής: Τον εμπιστεύομαι, γιατί ο λόγος του είναι διαυγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαυγής — ές (ΑΝ) 1. (για νερό) διαφανής, καθαρός 2. (για λόγο) σαφής, ευκρινής 3. (για νου) οξυδερκής 4. (για μέταλλα) φεγγοβόλος, ακτινοβόλος 4. (για ψυχή) αγνός, καθαρός … Dictionary of Greek
διαυγῆ — διαυγής translucent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διαυγής translucent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διαυγής translucent masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυγέστερον — διαυγής translucent adverbial comp διαυγής translucent masc acc comp sg διαυγής translucent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυγεστάτων — διαυγής translucent fem gen superl pl διαυγής translucent masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυγέα — διαυγής translucent neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διαυγής translucent masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυγές — διαυγής translucent masc/fem voc sg διαυγής translucent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυγέστατα — διαυγής translucent adverbial superl διαυγής translucent neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυγέστατον — διαυγής translucent masc acc superl sg διαυγής translucent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυγεστάτη — διαυγής translucent fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)