-
1 διατριβή
[диатриви] ουσ. Θ. диссертация.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διατριβή
-
2 диссертация
диссертация ж η διατριβή защищать \диссертацияю υποστηρίζω τη διατριβή* * *жη διατριβήзащища́ть диссерта́цию — υποστηρίζω τη διατριβή
-
3 диссертация
диссертац||ияж ἡ ἐναίσιμη [-ος] διατριβή, ἡ πραγματεία:кандидатская \диссертация ἡ (έναίσιμος) διατριβή δοκίμου διδάκτορος· докторская \диссертация ἡ ἐναίσιμος διατριβή ἐπί διδακτορία. -
4 диссертация
-и θ.διατριβή, πραγματεία•докторская диссертация εναίσιμη διατριβή για διδακτορία•
кандидатская диссертация εναίσιμη διατοιβή δοκίμου διδάκτορα.
-
5 диссертация
η διατριβή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диссертация
-
6 защитить
1. (оградить, предохранить) προστατεύω, προφυλάσσω 2. (отстоять права, интересы и т п) υπερασπίζω 3. (диссер-тацию, проект и т.п) υποστηρίζω (τη διατριβή, το σχέδιο κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защитить
-
7 аспирант
аспирантм ὁ ἀσπιράντης (υπότροφος ἀνώτατου ἐκπαιδευτικού ιδρύματος, πού ἐτοιμάζει ἐναίσιμο διατριβή). -
8 докторский
доктор||скийприл διδακτορικός:\докторскийская диссертация ἡ ἐναίσιμος διατριβή ἐπί διδακτορία· \докторскийская степень ὁ τίτλος (или ὁ βαθμός) διδάκτορος· получить \докторскийскую степень ἀναγορεύομαι δι-δάκτωρ[ας]. -
9 защищать
защищатьнесов1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προστατεύω / προασπίζω (ограждать):\защищать мир ὑπερασπίζομαι τήν εἰρήνη· \защищать диссертацию ὑποστηρίζω διατριβἤ 2· юр. συνηγορώ:\защищать обвиняемого συνηγορώ ὑπέρ τοῦ κατηγορουμένου. -
10 кур'совой
кур'сов||ойприл1. эк. των τιμῶν, των ἀξιῶν:\кур'совойая таблица τό δελτίο (или ὁ πίνακας) τῶν τιμών τοῦ χρηματιστηρίου·2. (учебный):\кур'совой проект ἐτήσια φοιτητική ἐργασία στό σχέδιο· \кур'совойая работа ἐτήσια φοιτητική διατριβή. -
11 работать
работа||тьнесов1. δουλεύω, ἐργάζομαι:\работать не покладая рук δουλεύω ἀσταμάτητα· \работать спустя рукава δουλεύω ἀνόρεχτα· \работать над диссертацией ἐργάζομαι γιά τή διατριβή· \работать шофером δουλεύω σωφέρ·2. (функционировать \работать об учреждении и т. п.) δουλεύω, εἶμαι ἀνοιχτός:библиотека \работатьет с восьми часов утра до десяти́ часов вечера ἡ βιβλιοθήκη εἶναι ἀνοιχτή ἀπό τίς ὁκτώ τό πρωΐ ἐως τίς δέκα τό βράδυ·3. (функционировать\работать о механизме и т. п.) δουλεύω, λειτουργώ:телефон не \работатьет τό τηλέφωνο δέν δουλεύει· ◊ \работать над собой τελειοποιοδμαι, τελειοποιώ τήν μόρφωση μου. -
12 соискание
соиска||ниес ἡ διεκδίκηση [-ις]:диссертация на \соискание ученой степени доктора иау́к ἐναίσιμος ἐπί διδακτορία διατριβή· выдвинуть на \соискание премии προτείνω ὑποψηφιότητα γιά τό βραβείο. -
13 диссертация
[ντισσιρτάτσυγια] ουσ. α εναίσιμη διατριβή -
14 диссертация
[ντισσιρτάτσυγια] ουσ α εναίσιμη διατριβή -
15 диатриба
-ы θ.διατριβή, αυστηρή κριτική. -
16 диссертант
-а α., -ка, -и θ. αυτός πού ετοιμάζει διατριβή. -
17 докторский
επ.διδακτορικός, του διδάκτορα•-ая степень διδακτορία, το αξίωμα του διδάκτορα•
-ая диссертация εναίσιμη διατριβή για διδακτορία•
получить -ую степень αναγορεύομαι διδάκτορας, παίρνω τό βαθμό ή το αξίωμα του διδάκτορα•
-ое свидетельство το δίπλωμα του διδάκτορα.
-
18 защитить
-щищу, -щитишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защищенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. υπερασπίζω, -ομαι, υποστηρίζω προστατεύω•защитить свою родину υπερασπίζω την πατρίδα μου•
защитить диссертацию υποστηρίζω διατριβή•
защитить слабых и угнетнных υποστηρίζω τους αδύνατους και καταπιεζόμενους.
|| (νομ,) συνηγορώ•защитить обвиняемого υπερασπίζω τον κατηγορούμενο,
2. προφυλάσσω•защитить глаза ладонью от солнца προφυλάσσω τα μάτια από το φως του ήλιου με την παλάμη•
защитить от ветра προφυλάσσω•
атго τον άνεμο.
προφυλάσσομαι•защитить от неприятеля προφυλάσσομαι από τον εχθρό•
защитить от холода προφυλάσσομαι από το κρύο.
-
19 кандидатский
επ.του υποψηφίου. || του διδάκτορα•-ая диссертация διατριβή δοκίμου.
εκφρ.кандидатский минимум – το ελάχιστο όριο γνώσεων του δόκιμου•кандидатский стаж – περίοδος δοκιμασίας (για μέλος του κόμματος).
См. также в других словарях:
διατριβή — wearing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… … Dictionary of Greek
διατριβῇ — διατρίβω rub hard aor subj pass 3rd sg διατριβή wearing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβή — η ειδική επιστημονική μελέτη συγκεκριμένου θέματος, που υποβάλλεται σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή για την απόκτηση διδακτορικού τίτλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατρίβη — διατρίβω rub hard aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρίβῃ — διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres subj mp 2nd sg διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres ind mp 2nd sg διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβῆι — διατριβῇ , διατρίβω rub hard aor subj pass 3rd sg διατριβῇ , διατριβή wearing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβαῖς — διατριβή wearing away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβαί — διατριβή wearing away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβῆς — διατριβή wearing away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβήν — διατριβή wearing away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)