Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διαταράξῃ

  • 1 διαταράξη

    διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj mid 2nd sg
    διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj act 3rd sg
    διαταράσσω
    throw into confusion: fut ind mid 2nd sg
    διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj mid 2nd sg
    διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj act 3rd sg
    διαταράσσω
    throw into confusion: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > διαταράξη

  • 2 διαταράξῃ

    διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj mid 2nd sg
    διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj act 3rd sg
    διαταράσσω
    throw into confusion: fut ind mid 2nd sg
    διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj mid 2nd sg
    διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj act 3rd sg
    διαταράσσω
    throw into confusion: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > διαταράξῃ

  • 3 διατάραξη

    [-ις (-εως)] η
    1) нарушение (покоя, тишины, порядка и т. п.);

    διατάραξη της ησυχίας — беспокойство, нарушение спокойствия (или покоя);

    2) расстройство; потрясение (нервное, душевное);

    γαστρική διατάραξη — расстройство желудка;

    πνευματική ( — или διανοητική) διατάραξη — умственное расстройство;

    3) беспорядок; смута;
    4) беспокойство, тревога, смятение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διατάραξη

  • 4 διατάραξη

    [диатаракси] ουσ θ нарушение спокойствия, смута.

    Эллино-русский словарь > διατάραξη

  • 5 διαταράξηι

    διαταράξῃ, διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj mid 2nd sg
    διαταράξῃ, διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj act 3rd sg
    διαταράξῃ, διαταράσσω
    throw into confusion: fut ind mid 2nd sg
    διαταράξῃ, διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj mid 2nd sg
    διαταράξῃ, διαταράσσω
    throw into confusion: aor subj act 3rd sg
    διαταράξῃ, διαταράσσω
    throw into confusion: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > διαταράξηι

  • 6 ησυχία

    η
    1) спокойствие, тишина, мир; покой;

    διατάραξη της κοινής ησυχίας και τάξεως — нарушение общественной тишины и порядка;

    εδώ έχω την ησυχία μου — здесь меня никто и ничто не беспокоит;

    είναι ησυχία — тихо;

    2) спокойствие, безмятежность;

    κάνετε λίγο ησυχία! — замолчите, пожалуйста!, помолчите немного!;

    πάμε να κουβεντιάσουμε πέρα εκεί στην ησυχία — пойдём туда, там мы сможем поговорить спокойно;

    3) покой, отдых;

    πουθενά δεν βρίσκω ησυχία — я нигде не нахожу покоя;

    ησυχία δεν έχει αυτό το παιδί — это очень неспокойный ребёнок;

    § με την ησυχία μου (σου...) — спокойно, не спеша;

    τί νέα;
    — Ησυχία! какие новости? — Ничего особенного;

    ησυχία! тихо!;

    άφησέ με στην ησυχία μου — оставь меня в покое

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ησυχία

См. также в других словарях:

  • διατάραξη — η (AM διατάραξις) 1. διαταραχή, διασάλευση νεοελλ. 1. αστρον. κάθε μεταβολή τών στοιχείων τής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που κινείται γύρω από άλλο ουράνιο σώμα, η οποία οφείλεται στην ύπαρξη ενός ή περισσότερων άλλων σωμάτων 2. γεωλ. η αλλαγή …   Dictionary of Greek

  • διατάραξη — η αταξία, ανωμαλία της τάξης: Διατάραξη της κοινής ησυχίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαταράξῃ — διαταράσσω throw into confusion aor subj mid 2nd sg διαταράσσω throw into confusion aor subj act 3rd sg διαταράσσω throw into confusion fut ind mid 2nd sg διαταράσσω throw into confusion aor subj mid 2nd sg διαταράσσω throw into confusion aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταράξηι — διαταράξῃ , διαταράσσω throw into confusion aor subj mid 2nd sg διαταράξῃ , διαταράσσω throw into confusion aor subj act 3rd sg διαταράξῃ , διαταράσσω throw into confusion fut ind mid 2nd sg διαταράξῃ , διαταράσσω throw into confusion aor subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… …   Dictionary of Greek

  • ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… …   Dictionary of Greek

  • τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… …   Dictionary of Greek

  • Adiexodo — ( Αδιέξοδο , Greek for Dead End ) was a Greek Punk band from Athens formed in 1983 by Dimitris Spyropoulos, Sotiris Theocharis, Stathis Papandreou, and Mimis Alimprantis. It was one of the first Greek Punk bands, along with Genia Tou Chaous, and… …   Wikipedia

  • Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»