Перевод: со всех языков на греческий

διαστρατηγῶ

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • διαστρατηγώ — διαστρατηγῶ ( έω) (AM) 1. εκτελώ ή αναλαμβάνω χρέη στρατηγού, υπηρετώ ως στρατηγός 2. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, στρατηγήματα, μηχανεύομαι 3. σκέπτομαι πονηρά 4. εξαπατώ με στρατήγημα («διεστρατήγουν τους Ρωμαίους» Πολύβ.) 5. φέρω εις πέρας,… …   Dictionary of Greek

  • διαστρατηγῶ — διαστρατηγέω assume the position of general pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαστρατηγέω assume the position of general pres ind act 1st sg (attic epic doric) διαστρατηγέω assume the position of general pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»