-
1 διαστρέβλωση
[диастрэвлоси] ουσ. Θ. искажение, извращение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαστρέβλωση
-
2 извращение
извращ||ениес1. (искажение) ἡ διαστρέβλωση [-ις], ἡ παραμόρφωση [-ις], ἡ παρερμηνεία:\извращение фактов ἡ διαστρέβλωση τῶν γεγονότων2. (ненормальность) ἡ διαστροφή. -
3 извращение
-я ουδ.διαστροφή, διαστρέβλωση• παραποίηση•извращение истины διαστρέβλωση αλήθειας.
|| διαστροφή, εκφυλισμός. -
4 искажение
искаж||ениес ἡ διαστρέβλωση [-ις]. ἡ παραμόρφωση [-ις], ἡ ἀλλοίωση [-ις]. -
5 искривление
искрив||лениес1. ἡ καμπυλότητα [-ης], ἡ κυρτότητα [-ης] / ἡ διαστροφή, τό στράβωμα (лица, губ):\искривлениеление позвоночника ἡ σκολίωση [-ις.]·2. перен ἡ διαστρέβλωση. -
6 подтасовка
подтас||о́вкаж1. (карт) τό ἀνακάτωμα (τῶν χαρτιών)·2. перен (намеренное извращение) ἡ διαστρέβλωση [-ις], ἡ διαστροφή, ἡ παραμόρφωση [-ις]. -
7 вывих
-а α.1. εξάρθρωση, ιδιάστρεμμα, στρέβλωση, βγάλσιμο, στραμπούλισμα, στραγγούλισμα.2. μτφ. διαστρέβλωση•теоретические -и θεωρητικές διαστρεβλώσεις.
-
8 гримаса
-ы θ.1. μορφασμός, γκριμάτσα, στραβομούριασμα, στραβομουτοούνιασμα.2. μτφ. διαστρέβλωση, παραμόρφωση. -
9 искажение
-я ουδ.1. διαστρέβλωση, διαστροφή.2. αλλοίωση, παραμόρφωση. -
10 искривление
-я ουδ.στράβωμα, κάμψη, λύγισμα, κύρτωση. || διαστρέβλωση, παραμόρφωση. -
11 коверканье
-я ουδ.1. χάλασμα, καταστροφή.2. διαστροφή, παραμόρφωση, διαστρέβλωση• ακρωτηρίαση, περικοπή. -
12 ломанье
-я ουδ.1. σπάσιμο, θραύσιμο, τσάκισμα.2. (για ομιλία, γλώσσα)• κακομίλημα, σκότωμα διαστρέβλωση. -
13 передёргивание
-я ουδ.1. τράβηγμα, σύρσιμο.2. διαστρέβλωση, διαστροφή, παραμόρφωση. -
14 подтасовка
-и θ. (χαρτπ.) ανακάτωμα. || μτφ. διαστρέβλωση, διαστροφή, παραμόρφωση. -
15 превратность
-и θ.ανακρίβεια, σφαλερότητα διαστρέβλωση• παρουσίαση από την ανά-δη. || απότομη μεταβολή, μεταστροφή (στη ζωή) αναποδιά, αντίξοες περιστάσεις. -
16 уродливость
-и θ.1. τερατομορφία. || ασχήμια, δυσμορφία, κακομορφία.2. μτφ. διαστρέβλωση.3. τεραττωδία. -
17 фальсификация
-и θ.1. παραποίηση• πλαστότητα κιβδηλία• καλπουζανιά•фальсификация документов παλστογράφηση εγγράφων•
фальсификация выборов η νοθεία των εκλογών•
фальсификация вина νόθευση κρασιού•
фальсификация выборов καλπονόθευση εκλογών.
2. διαστρεύ-λωση•фальсификация исторических фактов διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων.
3. αντικείμενο ψεύτικο, κάλπικο, κίβδηλο.
См. также в других словарях:
διαστρέβλωση — η (AM διαστρέβλωσις) [διαστρεβλώ] 1. η αλλοίωση που προέρχεται από στρέβλωση, παραμόρφωση 2. παραποίηση, τροποποίηση («διαστρέβλωση λόγων») … Dictionary of Greek
διαστρέβλωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διαστρεβλώνω, η αλλοίωση: Το σπάσιμο του χεριού του κατέληξε στη διαστρέβλωση των δάχτυλών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάστρεπτος — η, ο (Α μόνο το επίρρ.) [διαστρέφω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν υπέστη ή δεν υφίσταται διαστρέβλωση ή αλλαγή, αναλλοίωτος, πραγματικός 2. αυτός που δεν υπέστη ή δεν υφίσταται ηθική διαστροφή, ο μη διεφθαρμένος, αδιάφθορος αρχ. επίρρ. ἀδιαστρέπτως… … Dictionary of Greek
ακύλας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μάρτυρας από την Τραπεζούντα. Αποκεφαλίστηκε, μαζί με τους συμπατριώτες του Βαλεριανό, Κανίδιο και Ευγένιο, την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (4ος αι.). Το συναξάρι τους, που βρίσκεται στη… … Dictionary of Greek
κακομεταχείριση — η 1. κακή, βάναυση συμπεριφορά, σκληρός τρόπος 2. φρ. «κακομεταχείριση τής αλήθειας» διαστροφή τής αλήθειας, διαστρέβλωση τών γεγονότων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακομεταχειρίζομαι. Η λ., στον λόγιο τ. κακομεταχείρισις, μαρτυρείται από το 1887 στον Μαργ.… … Dictionary of Greek
κακοποίηση — η (AM κακοποίησις) [κακοποιώ] νεοελλ. 1. κακομεταχείριση, βιαιοπραγία, βασανισμός, βάναυση πράξη που επιφέρει βλάβη 2. υβριστική, βάναυση συμπεριφορά 3. βιασμός, ατίμωση διά τής βίας 4. κακή χρήση, διαστρέβλωση («κακοποίηση τής αλήθειας») μσν.… … Dictionary of Greek
παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… … Dictionary of Greek
παραπληροφόρηση — η [παραπληροφορώ] η μη σωστή ενημέρωση με την απόκρυψη ή καθυστερημένη μετάδοση ορισμένων πληροφοριών, με την υπέρμετρη προβολή άλλων ή με τη διάδοση ειδήσεων που δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά γεγονότα, τακτική που συνεπάγεται παραποίηση και … Dictionary of Greek
παραποίηση — η / παραποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραποιώ] παράνομη, δόλια απομίμηση, νόθευση (α. «παραποίηση γραμματοσήμων» β. «παραποίηση νομίσματος» παραχάραξη νομίσματος) νεοελλ. διαστρέβλωση, αλλοίωση («παραποίηση τής αλήθειας») μσν. αρχ. μικρή μεταβολή, ελαφρά … Dictionary of Greek
στρέβλωση — η / στρέβλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στρεβλῶ, ώνω] η ενέργεια τού στρεβλώνω, συστροφή νεοελλ. 1. εξάρθρωση 2. μτφ. παραποίηση, διαστρέβλωση μσν. μτφ. ηθική διαστροφή αρχ. βασανιστήριο με τη χρήση στρέβλης … Dictionary of Greek
στραγγαλισμός — ο, ΝΜΑ [στραγγαλίζω] η θανάτωση με περίσφιγξη τού λαιμού τού θύματος με τα χέρια, με σχοινί ή με άλλο τρόπο νεοελλ. 1. ιατρ. περίσφιγξη τού περιεχομένου ανατομικού πόρου 2. ναυτ. η σύσφιγξη σχοινιών με στραγγάλη 3. συγκράτηση χαλαρωμένης αλυσίδας … Dictionary of Greek