-
1 διαστολή
[диастоли] ουσ. Θ. расширениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαστολή
-
2 расширение
расширениес1. (действие) ἡ ἐπέκταση[-ις], ἡ διεύρυνση [-ις], ἡ πλάτυνση [-ις], τό φάρδεμα:\расширение кругозора ἡ διεύρυνση τοῦ πνευματικοῦ ὁρίζοντα·2. физ. ἡ διαστολή·3. мед. ἡ διαστολή, ἡδιόγκωσις:\расширение сердца ἡ διαστολή τής καρδίας· \расширение вен ὁ κιρσός·4. (более широкая часть) τό πλάτυσμα:\расширение трубы τό πλάτυσμα σωλήνος. -
3 расширение
1. мат. η επέκταση 2. физ. η διαστολή, η εκτόνωση (του όγκου) 3. мед. η διαστολήη διάταση4. (увеличение) η διεύρυνση, η διαπλάτυνση, το φάρδεμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расширение
-
4 расширение
расширение с 1) фаз., мед. η διαστολή 2) η επέκταση, η διεύρυνση; \расширение культурных связей η επέκταση των μορφωτικών σχέσεων* * *с1) физ., мед. η διαστολή2) η επέκ-ταση, η διεύρυνσηрасшире́ние культу́рных свя́зей — η επέκταση των μορφωτικών σχέσεων
-
5 диастола
биол., мед. η διαστολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диастола
-
6 зазор
тех. το διάκενο, ο κενός χώρος ασφαλείας, ο αέρας, το άνοιγμαвоздушный эл. - του αέραкольцевой эл. - κυκλικό -, δακτυλιοειδές -контактный эл. - της επαφής- между днищем поршня и плоскостью головки цилиндра - ανάμεσα στο κάτω μέρος του εμβόλου και την επιφάνεια της κεφαλής του κυλίνδρου- между нижней кромкой пера руля и пяткой ахтерштевня мор. - ανάμεσα στην κάτω ακμή του πτερού του πηδαλίου/τιμονιού και του ποδοστήματος/ποδοστάματοςсборочный (св.) - της συναρμολόγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зазор
-
7 разбухание
1. (от влаги) η διόγκωση, η εξόγκωση, η διαστολή, το φούσκωμα 2. бот. (о почках) το γέμισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разбухание
-
8 раздача
1. (распределение) η διανομή, η κατανομή 2. (увеличение периметра поперечного сечения полой заготовки) η διαστολή, η εκτόνωση, η διεύρυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздача
-
9 дифференциация
дифференциацияж ἡ διαφοροποί-ηση [-ις], ἡ διάκριση [-ις], ἡ διαστολή. -
10 отличие
отли́ч||иес1. ἡ διαφορά, ἡ διαστολή, ἡ διάκριση [-ις]:существенное \отличие ἡ οὐσιώδης διαφορά· знак \отличиеия τό διακριτικό σήμα· зиа́ки \отличиеия τά παράσημα· в \отличие от... ἀντίθετα ἀπό, ἀντιθέτως προς...·2. (заслуга) ἡ ἀξία, ἡ ἐκδούλευση [-ις], ἡ διαπρεπής ὑπηρεσία:окончить с \отличиеием (школу и т. п.) τελειώνω μέ ἀριστα, τελειώνω ἀριστούχος. -
11 дифференциация
-и θ.διάκριση, διαστολή, διαφοροποίηση, διαχωρισμός. -
12 палочка
-и θ.ραβδάκι• μπαστουνάκι, σκυταλίδα• βέργα• ξυλάκι•дирижёрская палочка η μπαγκέτα•
барабанные -и τα πλήκτρα τύμπανου ή ταμπουρλόξυλα.
|| διαστολή, μπάρα (|)• две -и οι παράλληλοι, οι δυό μπάρες (||). || (ιατρ.) βακτηρίδιο, βακτήριο, βάκιλλος•туберкулзные -и τα βακτηρίδια της φυματίωσης.
-
13 распереть
разопру, разопршь, παρλθ. χρ. распр-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рас-пртый, βρ: -прт, -а, -оρ.σ.μ. διευρύνω, διαρρηγνύω, σπάζω (με την πίεση)•льдом -ло бочку το βαρέλι έσπασε από τον πάγο (τη διαστολή).
(απλ.) φουσκώνω, διογκώνομαι. -
14 расширение
-я ουδ.1. (δι)εύρυνση, πλάτεμα, φάρδεμα•расширение дороги φάρδεμα του δρόμου•
кругозора πλάτεμα του (πνευματικού) ορίζοντα.
2. αύξηση, μεγάλωμα, μεγάθυνση• επέκταση•расширение забастовочного движения μεγάλωμα του απεργιακού κινήματος.
|| διαστολή, διόγκωση. || πλάτυσμα, το πλατύ μέρος•труба с -ем σωλήνας με πλάτυσμα.
См. также в других словарях:
διαστολή — drawing asunder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
διαστολή — η 1. (φυσ.), το φυσικό φαινόμενο της αύξησης του όγκου των σωμάτων εξαιτίας της θέρμανσης: Η ικανότητα του σίδηρου για διαστολή είναι σε όλους γνωστή. 2. διόγκωση, αύξηση: Διαστολή της καρδιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαστολῇ — διαστολῆι , διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
αερίων, διαστολή — Βλ. λ. διαστολή … Dictionary of Greek
διαστολαῖς — διαστολή drawing asunder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολαί — διαστολή drawing asunder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολήν — διαστολή drawing asunder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολῶν — διαστολή drawing asunder fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία … Dictionary of Greek