-
1 διαπράττομαι
med. (с acc. с inf.) достигаю, добиваюсь того, чтобы... -
2 διαπράττω
См. также в других словарях:
διαπράττομαι — διαπράττομαι, διαπράχθηκα και διαπράχτηκα βλ. πίν. 28 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαπράττομαι — διαπράσσω pass over pres ind mp 1st sg (attic) διαπρά̱ττομαι , διαπράσσω pass over pres ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίφθονος — η, ο (Α ἐπίφθονος, ον) [φθόνος] 1. αυτός που προκαλεί φθόνο, ο μισητός («αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», Ηρόδ.) 2. άξιος να φθονείται, επίζηλος («είναι η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.) αρχ. 1. αυτός που έχει φθόνο ή… … Dictionary of Greek
επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… … Dictionary of Greek