Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
διαπορήσῃ
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
διαπόρηση — η (Α διαπόρησις, εως) [διαπορώ] δυσχέρεια, αδυναμία αρχ. 1. απορία, διαπόρημα 2. ρητορικό σχήμα με το οποίο διατυπώνεται προσποιητή απορία για γνωστό θέμα … Dictionary of Greek
διαπορήσῃ — διαπορήσηι , διαπόρησις doubting fem dat sg (epic) διαπορέω to be quite at a loss aor subj mid 2nd sg διαπορέω to be quite at a loss aor subj act 3rd sg διαπορέω to be quite at a loss fut ind mid 2nd sg διαπορέω to be quite at a loss aor subj mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)