-
1 διαπεραστικός
[дьяпэрастикос] επ. пронизывающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαπεραστικός
-
2 проницательный
-
3 резкий
резкий 1) (острый, пронизывающий) οξύς, διαπεραστικός; δυνατός, σφοδρός (сильный ) 2) (внезапный) απότομος, ορμητικός 3) (о запахе ) βαρύς 4) (о свете, цвете ) χτυπητός* * *1) (острый, пронизывающий) οξύς, διαπεραστικός; δυνατός, σφοδρός ( сильный)2) ( внезапный) απότομος, ορμητικός3) ( о запахе) βαρύς4) (о свете, цвете) χτυπητός -
4 сверлящий
επ. από μτχ.οξύς, διαπεραστικός, σαν να τρυπάει•-ая боль σουβλερός πόνος•
сверлящий звук διαπεραστικός ήχος.
-
5 сквозной
επ.1. διαμπερής•-ое отверстие διαμπερής οπή•
-ая рана διαμπερές τραύμα.
2. διαπεραστικός•сквозной ветер διαπεραστικός άνεμος.
3. χωρίς στάσεις, εξπρές•сквозной поезд το εξπρές τρένο.
4. γενικός, για όλους•-ая закалка изделий χαλύβδωση όλων των μεταλλικών ειδών.
5. αραιός, διαφανής.εκφρ.- ая бригада – βλ. στη λ. комплексный. -
6 газопроницаемость
η διαπεραστικότητα των αερίων (ιδιότητα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газопроницаемость
-
7 звук
1. (физ., муз.) о ήχ/ος· *воспроизво-дить - αναπαράγω τον - о, записывание - а εγγραφή του - ουусиливать - ενισχύω τον - ο, δυναμώνω τον - οраспространяющийся в воздухе (в воде) - μεταφερόμενος στον αέρα (στο νερό)2. лингв. о φθόγγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звук
-
8 сквозной
1. (проходящий насквозь) διαμπερής 2. (сплошной) διαπεραστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сквозной
-
9 увиолевый
физ. διαπεραστικός στις υπεριώδεις ακτίνες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увиолевый
-
10 визгливый
визг||ливыйприл τσιριχτός, στρίγγλικος, διαπεραστικός:\визгливыйли́вый го-лог ἡ τσιριχτή φωνή. -
11 пристальиый
пристальи||ыйприл ἐπίμονος, διαπεραστικός, προσηλωμένος, προσεκτικός:\пристальиыйый взгляд τό προσηλωμένο βλεμ(μ)α· \пристальиыйое внимание ἡ ἐντεταμένη προσοχή. -
12 произйтельный
произйтельн||ыйприл διαπεραστικός / ὁξύς, διάτορος (тк. о звуках):\произйтельныйый голос ἡ διαπεραστική φωνή· \произйтельныйый взгляд τό διαπεραστικό βλέμμα. -
13 пронизывающий
пронизывающий1. прич. от пронизывать·2. прил διαπεραστικός. -
14 проницательный
проницательн||ыйприл ὁξυδερκής, διορατικός, διαπεραστικός:\проницательныйый взгляд τό διαπεραστικό βλέμμα· \проницательныйый ум ὁ διορατικός νοδς. -
15 резкий
резк||ийприл1. (острый, пронизывающий) ὁξύς, διαπεραστικός, δριμύς/ δυνατός, σφοδρός (сильный)· \резкий ветер ὁ σφοδρός ἀνεμος· \резкий холод τό δριμύ (или τό διαπεραστικόΜ) κρύο·2. (внезапный, значительный) ἀπότομος:\резкийое повышение температуры ἡ ἀπότομη ἀνοδος τής θερμοκρασίας·3. (неприятно действующий) δριμύς, βαρύς:\резкий запах ἡ βαρειά μυρωδ-ύ· \резкий голос ἡ διαπεραστική φωνή· \резкийие тона (цвета) τά χτυπητά χρώματα·4. (грубо очерченный) ἀδρός, ἐντονος:\резкийие черты липа τά ἐντονα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·5. (прямой, дерзкий) τραχύ.:, δριμύς, ἀπότομος:\резкий отпет ἡ ἀπότομη ἀπάντηση· \резкийие возражения οἱ ἐντονες ἀντιρρήσεις· \резкийая критика ἡ δριμεΤα κριτική· \резкий человек ὁ ἀπότομος ἀνθρο>πος. -
16 пронзительный
[πρανζίτιλ,'νυΐ] επ. διαπεραστικός -
17 пронзительный
[πρανζίτιλ,'νυϊ] επ διαπεραστικός -
18 верезг
-а α.διαπεραστικός ήχος, φωνή, στριγγλιά, τσίρισμα. -
19 взвизг
-а α.κρότος οξύς, διαπεραστικός• πλατάγισμα. -
20 визгливый
επ., βρ: -лив, -а, -оδιαπεραστικός, στριγγιός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαπεραστικός — ή, ό 1. αυτός που διαπερνά, που διατρυπά, διεισδυτικός 2. (για κρύο) τσουχτερός, δριμύς 3. (για φωνή) οξύς και συνήθως ενοχλητικός … Dictionary of Greek
διαπεραστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που διατρυπά, διεισδυτικός πέρα για πέρα: Το βλέμμα του είναι διαπεραστικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… … Dictionary of Greek
εχεπευκής — ἐχεπευκής, ές (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῑσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ » έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.) 2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α σύνθ. εχε * (< έχω I) και… … Dictionary of Greek
ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… … Dictionary of Greek
οξυτόρος — ὀξυτόρος, ον (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός 2. οξύληκτος («ὀξυτόρος ἧλος», Νόνν.) 3. αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα ή αιχμηρά αγκάθια («πίτυς ὀξυτόρος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τορός «διαπεραστικός»] … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
τρανής — ές, ΜΑ 1. διαπεραστικός 2. μτφ. διαυγής, καθαρός, σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού επιθ. τρᾱνής στη ρίζα τερ / τερη τού ρ. τείρω* (πρβλ. τέρετρον, τετραίνω), η οποία θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη (πρβλ. τη σημ. τού επιθ. τορός… … Dictionary of Greek
έντροχος — (Α ἔντροχος, ον) νεοελλ. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το έντροχο(ν) ορθογωνική τρύπα στην κεραία ή στην πλώρη τού πλοίου, μέσα στην οποία υπάρχει μικρό καρούλι για να περνά ένα σχοινί από το αυλάκι του, κν. μπαστέκα αρχ. οξύς, διαπεραστικός, κοφτερός,… … Dictionary of Greek
αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί … Dictionary of Greek
βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… … Dictionary of Greek