-
1 диапазон
1. (область изменения чего- л.) η εμβέλεια, η περιοχή, η ζώνη, η δέσμηлюбительский - рад. η συχνότητα ερασιτεχνών2. (объём, охват) το φάσμα 3. ав. о φάκελος πτήσης 4. (ошибок) вчт. η περιοχή ή τα περιθώρια των σφαλμάτων 5. муз. η διαπασών (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диапазон
-
2 камертон
το διαπασών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камертон
-
3 диапазон
диапазонм прям., перен ἡ (или τό) διαπασών, ἡ κλίμακα:\диапазон радиоволн ἡ συχνότης (или τά μήκη) κυμάτων ραδιοφώνου. -
4 камертон
камертонм муз. τό διαπασών. -
5 at full blast
(at full power, speed etc: He had the radio going at full blast (= as loud as possible).) στη διαπασών -
6 blare
-
7 blast
1. noun1) (a strong, sudden stream (of air): a blast of cold air.) δυνατό ρεύμα2) (a loud sound: a blast on the horn.) διαπεραστικός ήχος3) (an explosion: the blast from a bomb.) έκρηξη2. verb1) (to tear (apart etc) by an explosion: The door was blasted off its hinges.) ανατινάζω2) ((often with out) to come or be sent out, very loudly: Music (was being) blasted out from the radio.) παίζω στη διαπασών•- blasting- blast furnace
- at full blast
- blast off -
8 диапазон
[ντιαπαζόν] οοσ α. διαπασών, κλίμακα -
9 камертон
[καμιρτόν] ουσ. α. (μουσ.) διαπασών -
10 диапазон
[ντιαπαζόν] οοσ α διαπασών, κλίμακα -
11 камертон
[καμιρτόν] ουσ α (μουσ) διαπασών -
12 диапазон
-а α.1. (μουσ.) η διαπασών.2. μτφ. όγκος, μέγεθος, έκταση•диапазон знаний πολυγνωσία, ευρυμάθεια, πολυμάθεια.
-
13 камертон
-а α.η διαπασών. -
14 мат
мат 1-а α.ματ, ήττα του αντιπάλου στο σκάκι. || μτφ. αδιέξοδο, απελπιστική κατάσταση.мат 2-а α.ψάθα• χοντροπλεγμένο στρώμα. || στρώμα γυμναστικό.мат 3-а α.παλ. αλαμπία, αμαυρότητα, θαμπάδα, μουντάδα. || τραχύτητα, αδρότητα, αδράδα.мат 4-а α.кричать (орать, вопить) благим -ом κραυγάζω, ορύομαι, φωνάζω στη διαπασών.мат 5-а α.βρισιά (προς μητέρα κάποιου). -
15 народ
-а α.1. λαός•советский народ σοβιετικός λαός•
греческий народ ελληνικός λαός•
все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•
трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).
2. άνθρωποι•там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.
|| κόσμος•собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.
εκφρ.простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα. -
16 регентский
επ.1. του αντιβασιλιά.2. του χοράρχη•регентский камертон η διαπασών του χοράρχη.
-
17 рот
рта, προθ. о рте, во рту α.1. στόμα•рот большой рот μεγάλο στόμα•
маленький рот στοματάκι•
открывать рот ανοίγω το στόμα•
закрывать рот κλείνω το στόμα•
во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•
прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•
дышать ртом αναπνέω με το στόμα.
2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.
εκφρ.зажать (замазать, заткнуть – κ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•то – παραπάνω.
См. также в других словарях:
διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… … Dictionary of Greek
διαπασών — η ή το άκλ. (μουσ.) 1. μικρή μουσική σφυρίχτρα που παράγει το φθόγγο λα. 2. ο ανώτατος, ο οξύτατος τόνος ήχου: Μην ανοίγεις την τηλεόραση στη διαπασών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπασῶν — διαπᾱσῶν , διά , ἀπό ἄω 3 satiate fut part act masc nom sg (doric) διά , ἀπό ἀσάομαι glut oneself pres part act masc voc sg διά , ἀπό ἀσάομαι glut oneself pres part act neut nom/voc/acc sg διά , ἀπό ἀσάομαι glut oneself pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντογράφος — Όργανο για τη γραφική ή φωτογραφική αποτύπωση των ταλαντώσεων ηλεκτρικών, μηχανικών ή άλλου τύπου μεγεθών. Ιδιαίτερα απλοί είναι οι μηχανικοί τ., με τους οποίους καταγράφονται οι μηχανικές ταλαντώσεις κατά τον ακόλουθο τρόπο: επί του παλλόμενου… … Dictionary of Greek
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek
ηλεκτροδιαπασών — το φυσ. διαπασών που πάλλεται με την επίδραση ηλεκτρομαγνήτη που τοποθετείται ανάμεσα στα σκέλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + διαπασών] … Dictionary of Greek
μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
μαγαδίζω — (Α) [μάγαδις] 1. παίζω το μουσικό όργανο μάγαδις 2. παίζω, συνοδεύω κάποιον, συμψάλλω στον διαπασών τόνο, επειδή οι χορδές τής μαγάδιδος ήταν χορδισμένες μεταξύ τους κατά οκτώ τόνους ή κατά μία οκτάβα («μαγαδίζειν ἐν τῇ διαπασῶν συμφωνίᾳ»,… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό … Dictionary of Greek
Diapason — Latein diapason, in alt Griechisch διαπασων, aus διά + πασων (χορδων) ‘durch alle (Noten)’. ist ursprünglich der griechische Name für die Oktave. Weil die Oktave durch die Verkürzung der Saiten oder Rohrlängen entsteht, wandten die Franzosen das… … Deutsch Wikipedia