-
1 διανεμω
(fut. διανεμῶ, aor. διένειμα)1) разделять, распределять, раздавать(τινί τι Arph., Plat., Plut. и τι ἐπί τι Plat.; τὰς ἀρχὰς κατ΄ ἀξίαν Arst.)
δ. μέρη и κατὰ μέρη Plat. — делить на части;med. — делить или распределять между собой (τέν ἀρχήν Plat.; τὰ δημόσια Arst.; τέν χώραν καὴ τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλους Plut.)2) управлять, править(ἄστυ Pind.)
-
2 διανέμω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διανέμω
-
3 διανέμω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διανέμω
-
4 διανέμω
(αόρ. διένειμα) μετ.1) раздавать, распределять; размещать; 2) разносить (почту и т. п.); распространить (листовки) -
5 διανέμω
разделять, распределять, раздавать; страд. также быть разглашенным.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διανέμω
-
6 διανέμω
-
7 προσδιανεμω
сверх того разделять(λίτραν ἀργυρίου κατ΄ ἄνδρα Plut.)
προσδιανέμεσθαι τὰς ἐπαρχίας Plut. — распределить между собой провинции -
8 συνδιανεμω
вместе распределять -
9 1268
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1268
См. также в других словарях:
διανέμω — in D. pres subj act 1st sg διανέμω in D. pres ind act 1st sg διᾱνέμω , διανεμόομαι flutter in the wind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) διανεμόομαι flutter in the wind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) διανεμόομαι flutter in the wind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανέμω — διανέμω, διένειμα βλ. πίν. 125 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διανεμῶ — διανέμω in D. fut ind act 1st sg (attic epic doric) διανεμόομαι flutter in the wind pres subj act 1st sg διανεμόομαι flutter in the wind pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανέμω — (AM διανέμω) [νέμω] 1. μοιράζω, διανέμω, κατανέμω 2. επιδίδω, δίνω στους παραλήπτες (έγγραφα, προσκλητήρια κ.λπ.) αρχ. 1. παρέχω κατ αναλογίαν 2. διαιρώ, χωρίζω σε τμήματα 3. ταξινομώ, τακτοποιώ … Dictionary of Greek
διανέμω — διένειμα, διανεμήθηκα, διανεμημένος, επιδίδω, διαμοιράζω κάτι σε πολλούς: Ο ταχυδρόμος διανέμει την αλληλογραφία καθημερινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανενεμημένα — διανέμω in D. perf part mp neut nom/voc/acc pl διανενεμημένᾱ , διανέμω in D. perf part mp fem nom/voc/acc dual διανενεμημένᾱ , διανέμω in D. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανέμετε — διανέμω in D. pres imperat act 2nd pl διανέμω in D. pres ind act 2nd pl διανέμω in D. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανέμῃ — διανέμω in D. pres subj mp 2nd sg διανέμω in D. pres ind mp 2nd sg διανέμω in D. pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανειμαμένων — διανέμω in D. aor part mid fem gen pl διανέμω in D. aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανειμάμενον — διανέμω in D. aor part mid masc acc sg διανέμω in D. aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανειμάντων — διανέμω in D. aor part act masc/neut gen pl διανέμω in D. aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)