Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
διαμέλλησις
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
διαμέλλησις — η διαμέλλησις ( εως) (Α) [μέλλησις] 1. αναβολή 2. επιβράδυνση … Dictionary of Greek
διαμελλήσει — διαμέλλησις postponement fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαμελλήσεϊ , διαμέλλησις postponement fem dat sg (epic) διαμέλλησις postponement fem dat sg (attic ionic) διαμέλλω to be always going aor subj act 3rd sg (epic) διαμέλλω to be always… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελλήσεσι — διαμέλλησις postponement fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέλλησιν — διαμέλλησις postponement fem acc sg διαμέλλω to be always going pres subj mp 2nd sg (epic) διαμέλλω to be always going pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)