-
1 διαμόρφωση
[дьяморфоси] ουσ. в. реформирование,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαμόρφωση
-
2 профилирование
1. (грунта) (стр) η διαμόρφωση της κλίσης (του δρόμου, του εδάφους) 2. мет. η διαμόρφωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профилирование
-
3 формирование
формированиес1. (действие) ὁ σχηματισμός, ἡ διαμόρφωση [-ις], ἡ διάπλαση[-ις], ἡ συγκρότηση:\формирование взглядов ἡ διαμόρφωση τῶν ἀντιλήψεων \формирование полков ἡ συγκρότηση τῶν συνταγμάτων \формирование организма ἡ διάπλαση τοῦ ὀργανισμοΒ· \формирование нового кабинета ὁ σχηματισμός νέας κυβέρνησης·2. воен. (воинская часть) ὁ σχηματισμός. -
4 конфигурация
-и θ.διαμόρφωση, εξωτερικό σχήμα•конфигурация морских берегов διαμόρφωση των θαλάσσιων ακτών.
|| αλληλοδιάταξη• αλληλοσυ-σχετισμός. -
5 становление
-я ουδ. (γραπ. λόγος) σχηματισμός, διαμόρφωση•становление характера διαμόρφωση του χαρακτήρα.
-
6 формирование
-я ουδ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• σχηματισμός, διαμόρφωση, διάπλαση• φορμάρισμα•формирование кустов винограда η πρόσδοση σχήματος στα κλήματα•
формирование характера διαμόρφωση του χαρακτήρα• •формирование снова ανασχηματισμός.
2. δημιουργία, συγκρότηση•формирование правительства σχηματισμός κυβέρνησης•
формирование полка συγκρότηση συντάγματος.
-
7 автомодуляция
η αυτόματη διαμόρφωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомодуляция
-
8 вакуум-пневмообразование
η διαμόρφωση φύλλων θερμοπλαστικού μέσω του κενού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум-пневмообразование
-
9 гофрирование
η διαμόρφωση κυμάτω-σης/γκοφρέРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гофрирование
-
10 заделка
1. (отверстий, трещин и т.п.) το κλείσιμο, το σφράγισματο βούλωμα2. (для оконцевания кабелей) η διαμόρφωση (άκρων των καλωδίων) 3. (устройство для вязки проводов на изоляторе) το σύστημα πλεξίματος καλωδίων στον μονωτήρα 4. (в бетон) η τοποθέτηση στο σκυρόδεμα 5. (стержня, балки) η πάκτωση, η στερέωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заделка
-
11 калёвка
1. (операция) η διαμόρφωση, η εντομή, το αυλάκωμα, η αυλάκωση 2. (рубанок с фигурным резцом) η πλάνη (με φιγουράτο κόπτη) 3. (фигурный профиль бруска или доски) η διαμορφωμένη/φιγουράτη τομή της δοκού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калёвка
-
12 конфигурация
η διαμόρφωση, η μορφήбазовая (конструкция вариант) - της βάσης, βασική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конфигурация
-
13 модулирование
1. физ. η διαμόρφωση 2. муз. о μετατονισμός, η μετατόνιση, η μεταμελοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > модулирование
-
14 модуляторный
физ. διαμορφωτικός модуляция 1. физ. η διαμόρφωση (του παλμού)-- с авторегулированием несущей частоты - με αυτορρύθμιση της φέρουσας συχνότητας2. муз. (переход из одной тональности в другую) о μετατονισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуляторный
-
15 обжим
1. (ковка) η διαμόρφωση μέσω της σφυρηλάτησης 2. (уменьшение периметра заготовки в результате обжима) η μείωση της περιμέτρου (ως αποτέλεσμα της σφυρηλάτησης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обжим
-
16 образование
1. (действие) η ίδρυση, η θεμελίωση, η εγκαθίδρυση, η δημιουργία 2. (результат) о σχηματισμός 3. (появление, создание) о σχηματισμός, η εμφάνιση, η διαμόρφωση 4. (обучение, просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηначальное - κατώτερη -, πρωτοβάθμια -среднее - μέση -, δευτεροβάθμια -5. (совокупность знаний, полученных в результатеобучения) η μόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образование
-
17 передел
I.(деление заново) το ξαναμοί-ρασμα, η αναδιανομή.II. мет. η μεταλλουργική φάσηчетвёртый - η συμπληρωματική κατεργασία (π.χ. η διαμόρφωση, η επικάλυψη με προστατευτική στρώση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передел
-
18 планировка
1. (выравнивание поверхности) η ισοπέδωση, η (εξ)ομάλυνση 2. (раз-мещение) η διαμόρφωση, το σχέδιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > планировка
-
19 пресс-порошок
(пласт.) η πρώτη ύλη (σε σκόνη) για διαμόρφωση πλαστικού υπό πίεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пресс-порошок
-
20 прокатка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокатка
См. также в других словарях:
διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… … Dictionary of Greek
διαμόρφωση — η ο σχηματισμός, η πνευματική και ηθική διάπλαση: Και οι δυο συνέβαλαν στη διαμόρφωση της ανυπόφορης σχέσης τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek