-
1 διαμονητήριο
[диамонитирио] ουσ. о. вид на жительствоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαμονητήριο
-
2 гнездо
-а, πλθ. гнезда ουδ.1. φωλιά•свить гнездо πλέκω τη φωλιά.
|| γιατάκι, κοίτη, κλίνη. || (για ζώα) τρώγλη, τρύπα, μονιά, κοιμηθιά. || διαμονητήριο, διαμονή•дворянское гнездо διαμονητήριο των ευγενών.
|| κρησφύγετο, κρυψώνας•воровское гнездо κρησφύγετο των κλεφτών.
2. οικογένεια ζώων, πτηνών•волчье гнездо λυκοφωλιά.
3. πληθώρα, σωρεία, στιβάδα.(γλωσ.) συγγενική ενότητα λέξεων, συγγενικές λέξεις.4. κοτύλη, κοιλότητα, εσοχή, υποδοχή.5. (γεωπ.) φωλιά, είδος σποράς.εκφρ.пулеметное – φωλιά πολυβόλου (πολυβολείο). -
3 обиталище
-а ουδ.παλ. κατοικία, διαμονή, ενδιαίτημα, διαμονητήριο.
См. также в других словарях:
διαμονητήριο — το η άδεια παραμονής που εκδίδεται από την κοινότητα του Αγίου Όρους, για να μπορέσει κάποιος να το επισκεφθεί και να διαμείνει εκεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμονή — Ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πρόχειρη ή προσωρινή εγκατάσταση ενός προσώπου. Ο όρος παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που η δ. δεν μπορεί να αποδειχτεί. Σε πολλές περιπτώσεις, ο νόμος αρκείται στον τόπο της δ. για να ρυθμίσει… … Dictionary of Greek
διαμονητήριος — α, ο σχετικός με τη διαμονή σε έναν τόπο το ουδ. ως ουσ. το διαμονητήριο(ν) α) τόπος διαμονής β) έγγραφη άδεια παραμονής (αλλοδαπού σε έναν τόπο, επισκέπτη στο Άγιο Όρος κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού… … Dictionary of Greek
ησυχαστήριο — Μορφή μοναστικής εγκατάστασης, όπου οι μοναχοί αποχωρούν για να ζήσουν απομονωμένοι μακριά από τις κοσμικές απολαύσεις. Οι όροι ησυχία και ησυχαστής ανήκουν στο λεξιλόγιο του μοναχισμού και καθορίζουν τον τρόπο ζωής εκείνων που αναζητούσαν τον… … Dictionary of Greek
καθεστήριον — καθεστήριον, τὸ (Μ) [καθέξομαι] πάπ. διαμονητήριο, ξενώνας μοναστηριού … Dictionary of Greek