-
1 διαμέρισμα
[дьямэризма] ουσ. о. квартира,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαμέρισμα
-
2 отделение
1. (разделение) о διαχωρισμός 2. (отгороженная часть помещения) о χώρος, το διαμέρισμα, το χώρισμαпомповое - мор. см. насосное -3. (часть предприятия, учреждения) το τμήμα, το παράρτημα, (филиал) το υποκατάστημαпочтовое - το ταχυδρομείο, το ταχυδρομικό γραφείο4. муз. το μέρος 5. мед. η πτέρυγαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отделение
-
3 въезжать
въезжать, въехать μπαίνω, εισέρχομαι; \въезжать в новую квар тиру εγκαθίσταμαι σε καινού ριο διαμέρισμα, μετοικώ* * *= въехатьμπαίνω, εισέρχομαιвъезжа́ть в но́вую кварти́ру — εγκαθίσταμαι σε καινούριο διαμέρισμα, μετοικώ
-
4 квартира
-
5 купе
-
6 отдел
-
7 отделение
отделение с 1) (часть помещения, филиал) το τμήμα* το διαμέρισμα· το παράρτημα* \отделение милиции το τμήμα πολιτοφυλακής* почтовое \отделение το ταχυδρομείο· приёмное \отделение η αίθουσα παραλαβής ασθενών ( στο νοσοκομείο) 2) (концерта) το μέρος* * *с1) (часть помещения, филиал) το τμήμα; το διαμέρισμα; το παράρτημαотделе́ние мили́ции — το τμήμα πολιτοφυλακής
почто́вое отделе́ние — το ταχυδρομείο
приёмное отделе́ние — η αίθουσα παραλαβής ασθενών (στο νοσοκομείο)
2) ( концерта) το μέρος -
8 отдельный
отдельный ξέχωρος· ξεχωριστός* χωριστός, ιδιαίτερος (особый)' \отдельныйая квартира το διαμέρισμα· \отдельный номер (в гостинице ) το χωριστό δωμάτιο* * *ξέχωρος; ξεχωριστός; χωριστός, ιδιαίτερος ( особый)отде́льная кварти́ра — το διαμέρισμα
отде́льный но́мер (в гостинице) — το χωριστό δωμάτιο
-
9 секция
секция 1-и θ.1. τμήμα• τομέας•секция готового платья в универмаге τμήμα ετοίμων ενδυμάτων στο κατάστημα•
работа совещания по -ям εργασία της σύσκεψης κατά τμήματα.
2. διαμέρισμα•секция жилого дома διαμέρισμα σπιτιού.
секция 2-и θ.τομή χειρουργική, σχίσιμο-άνοιγμα•секция трупа σχίσιμο του πτώματος•
вены σχίσιμο της φλέβας.
-
10 стойло
-а ουδ.1. διαμέρισμα σταύλου μονομερές.2. διαμέρισμα επισκευής σιδηροδρομικής ατμομηχανής. -
11 ахтерпик
мор. 1. (отсек) το ακραίο πρυμναίο διαμέρισμα του πλοίου 2. (танк) η πρυμναία δεξαμενή ζυγοστάθμισης, разг. το άχτερπικ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ахтерпик
-
12 жилплощадь
1. (помещение для жилья) о χώρος κατοικίαςτο διαμέρισμα2. (жилая площадь) η κατοικία σε τετραγωνικά μέτραο κατοικίσιμος χώροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жилплощадь
-
13 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
14 квартира
το διαμέρισμα (της πολυκατοικίας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квартира
-
15 кокпит
1. ав. η θέση του χειρισμού, το χειριστήριο, разг. το κόκπιτ (ξεν.) 2. мор. το ανοιχτό (από επάνω) διαμέρισμα στο κατάστρωμα του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кокпит
-
16 компрессорная
το διαμέρισμα/ο χώρος των συμπιεστών/κομπρεσέρ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компрессорная
-
17 мансарда
η σοφίτα, το διαμέρισμα κάτωθι της οροφήςτο υπόστεγο δωμάτιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мансарда
-
18 модуль
1. (абсолютная величина числа) о συντελεστής, το μέτρο του συσχετισμού 2. (элемент конструкции) το στοιχείο, ο συντελεστής κατασκευήςосновной косм. - το κύριο διαμέρισμα3. эл. το ηλεκτρικό στοιχείο - на керамической основе - σε κεραμική βάση, - полного сопротивления - της ολικής αντίστασης 4. (величина, характеризующая свойства материалов) το μέτρο, το όριο, ο συντελεστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуль
-
19 отсек
(мор., косм.) το διαμέρισμα, ο τομέας, ο χώροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отсек
-
20 помещение
1. (внутренность здания, место, где помещается что-л.) о χώρ/ος, το διαμέρισμα, η αίθουσαвычитаемое - мор. μη εκμεταλλεύσιμος -доильное с.-х. - αρμέγματοςмор. о χώρος ενδιαίτησηςзакрытое - мор. κλειστός -неучитываемое - мор. εκπιπτόμενος -открытое - мор. ανοικτός-складское - αποθήκευσης, η αποθήκηслужебное - υπηρεσιακός -, εργασιακός -чердачное - στη σοφίτα, η σοφίτα2. (действие) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση, (напр. денег вбанк) η κατάθεση, (опубликование) η δημοσίευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помещение
См. также в других словарях:
διαμέρισμα — το 1. το μέρος ενός διαιρεμένου συνόλου: Η χώρα χωρίζεται σε πολλά διοικητικά διαμερίσματα. 2. σύνολο δωματίων για κατοικία ή γραφεία: Αγοράσαμε διαμέρισμα στην καινούρια πολυκατοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμέρισμα — το 1. τμήμα, μέρος ενός διαχωρισμένου συνόλου 2. (για οικήματα) σύνολο δωματίων με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους που χρησιμοποιείται ως κατοικία οικογένειας είτε ατόμου ή για γραφεία 3. τμήμα πόλης 4. μεγάλη διοικητική περιφέρεια 5.… … Dictionary of Greek
κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Liste der ehemaligen Präfekturen Griechenlands — Mit dem Kallikratis Programm und dem entsprechenden Gesetz zur Umstrukturierung der politischen Gliederung Griechenlands wurde die Verwaltungsebene der griechischen Präfekturen (Ez. griechisch nomos νομός) bzw. der ihnen entsprechenden… … Deutsch Wikipedia
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Kinotita — Politische Gliederung Griechenlands Die Verwaltungsgliederung Griechenlands hat vier Verwaltungsebenen. Die oberste Verwaltungsebene des Staates Griechenland wird von den 13 Verwaltungsregionen (griechisch diikitikí periféria διοικητική… … Deutsch Wikipedia
Präfekturen Griechenlands — Politische Gliederung Griechenlands Die Verwaltungsgliederung Griechenlands hat vier Verwaltungsebenen. Die oberste Verwaltungsebene des Staates Griechenland wird von den 13 Verwaltungsregionen (griechisch diikitikí periféria διοικητική… … Deutsch Wikipedia
Verwaltungsgliederung Griechenlands — Politische Gliederung Griechenlands Die Verwaltungsgliederung Griechenlands hat vier Verwaltungsebenen. Die oberste Verwaltungsebene des Staates Griechenland wird von den 13 Verwaltungsregionen (griechisch diikitikí periféria διοικητική… … Deutsch Wikipedia